Είναι πολλοί όσοι πιστεύουν ότι για την (μέχρι στιγμής, τουλάχιστον) στρατηγική αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ ευθύνεται, σχεδόν αποκλειστικά, η ηγετική του ομάδα.

Η γνώμη μου είναι ότι αυτή η εκτίμηση αποτελεί ένα σημαντικό πολιτικό και διανοητικό σφάλμα. Νομίζω ότι πρέπει να ψάξουμε βαθύτερα τα αίτια αυτής της μεγάλης αποτυχίας. Η άποψη μου είναι η εξής:

Δεν μπόρεσε να υπάρξει μια ελκυστική και αποτελεσματική εναλλακτική αφήγηση και στρατηγική τέτοια, ώστε να κερδηθεί από αυτήν ο ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα, η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να παρουσιάσει μια τέτοια νικηφόρα αφήγηση και στρατηγική. Αυτό το γεγονός όμως θα πρότεινα να το δούμε σε μια βαθύτερη και παγκόσμια διάσταση: Μπροστά στην μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση του καπιταλισμού, η Αριστερά δεν έχει μπορέσει να παρουσιάσει μια νικηφόρα αφήγηση και στρατηγική. Μάλιστα συμβαίνει κάτι πολύ δυσμενέστερο για την Αριστερά. Τα κινήματα εξέγερσης που παρουσιάστηκαν μετά το 2011, από τις πλατείες της Ισπανίας και της Ελλάδας μέχρι το κίνημα occupy wall street, στάθηκαν κριτικά προς την αριστερά και μάλιστα πολλές φορές με έντονο τρόπο.

Να θυμηθούμε, για παράδειγμα, ότι στην πλατεία Συντάγματος, στην τοπική συνέλευση, ψηφιζόταν μαζικά το αίτημα για να μην επιτρέπεται, στο χώρο της πλατείας, η δράση και των αριστερών κομμάτων και των αριστερών πολιτικών κινήσεων, καθώς και ότι είχε ζητηθεί, σαν ένα είδος συντακτικής επαναστατικής πράξης, η διάλυση όλων των κομμάτων, ακόμη και των αριστερών κομμάτων, από την άποψη όχι του αυταρχισμού αλλά της ελευθερίας, με την έννοια ότι οι κομματικές οντότητες (και οι αριστερές) σκοπεύουν τελικά στον εξουσιασμό των πολιτών προς όφελος τους. Τέτοιες ελευθεριακές απόψεις δεν εκφράζονταν μόνο από την μερίδα των αναρχικών που συμμετείχε στο κίνημα των Πλατειών, αλλά και από την μεγάλη πλειοψηφία των αγανακτισμένων πολιτών, που μάλιστα παρέσυρε και πολλά μέλη του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ήταν ακόμη το γεγονός του μαζικού γιουχαΐσματος, από πλευράς των εξεγερμένων, κάθε εμφάνισης, στην πλ. Συντάγματος, του κραταιού συνδικάτου της ΓΕΝΟΠ – ΔΕΗ, που για πολλούς εξεγερμένους αντιπροσώπευε απλώς μια συνδικαλιστική ελίτ, καθώς και μια ελίτ εργαζομένων.

Είναι φανερό ότι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ κατέστρωσε μια στρατηγική μη σύγκρουσης με αυτό που λέμε κοινωνικό σύστημα. Για παράδειγμα, σε δηλώσεις του ο ίδιος ο Α. Τσίπρας φαίνεται να παραδέχεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μέλος του πολιτικού συστήματος και ότι ο ίδιος και η κυβέρνηση του εργάζονται προς το συμφέρον γενικά του πολιτικού συστήματος, το οποίο σκοπεύουν, απλώς, να βελτιώσουν. Σε αυτό το σημείο, σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου είναι όχι απλώς να κατηγορηθεί η ηγετική ομάδα για την ενδοτικότητα της προς το σύστημα, αλλά κυρίως το να τεθεί το ερώτημα γιατί δεν έχει υπάρξει αξιόλογη συζήτηση για το πώς αποδιαρθρώνεται το σύστημα, για το πώς δηλαδή αποδιαρθρώνεται συνολικά η ισχύς του μεγάλου αντιπάλου και όχι απλώς η ισχύς κάποιων μερίδων του, όπως είναι, για παράδειγμα, τα κόμματα της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ ή κάποιοι βαρώνοι των ΜΜΕ.

Τέτοια αξιόλογη συζήτηση δεν υπήρξε μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και με ευθύνη όχι μόνο της ηγετικής του ομάδας. Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: Στο θέμα των ΜΜΕ, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, μέσω του Ν. Παππά, προσπαθεί να προωθήσει μέτρα που θα οδηγήσουν σε ανακατανομή της ισχύος μέσα στο σύστημα, αλλά όχι και σε ανακατανομή της ισχύος σε βάρος του συνολικού συστήματος κρατούσας εξουσίας.

Εννοώντας την αριστερά με την αρχέγονη έννοια της αντισυστημικής πολιτικής δύναμης, της πολιτικής δηλαδή εκείνης δύναμης που δεν αντιπαρατίθεται απλώς σε μερίδες του συστήματος, αλλά συνολικά και εφ’ όλης της ύλης στο σύστημα, έχω να παρατηρήσω πάλι και σύμφωνα με τα προηγούμενα, ότι αυτή η αριστερά δεν κερδίζει ούτε στην Ελλάδα ούτε και πουθενά αλλού. Υπάρχει επομένως ένα ερώτημα που οι περισσότεροι μη συμβιβασμένοι αριστεροί δυσκολεύονται και δεν θέλουν να διατυπώσουν: Μήπως, τελικά, εκείνο που θεμελιωδώς συμβαίνει είναι ότι η κοινωνική προωθητική δύναμη της αριστεράς, η ικανότητα της δηλαδή να προκαλεί μεγάλες κοινωνικές μεταβολές, έχει οριστικά εξαντληθεί; Μήπως η αριστερά, σε οποιαδήποτε μορφή της, αλλά και ο αναρχισμός, σαν τα δύο μεγάλα επαναστατικά ρεύματα της νεωτερικής εποχής, ότι ήταν να δώσουν το έδωσαν και τίποτα πια μεγάλο και υψηλό (με την καντιανή έννοια*1) δεν μπορούμε να περιμένουμε πια από αυτά τα δύο;

Οι πολλοί φοβούνται ότι αν αρχίσουν να διαμορφώνουν μια καταφατική απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα, τότε αυτό, ταυτόχρονα, θα σημαίνει, επίσης, ότι αρνούνται και την ύπαρξη αντιπάλου για το επικρατούν σύστημα εξουσίας. Ας σκεφτούν όμως ότι η πιθανή εξάντληση ενός ιστορικού αντιπάλου του επικρατούντος συστήματος, καθόλου δεν σημαίνει ότι αποκλείεται, ταυτόχρονα, και ή ανάδυση νέων αντιπάλων. Νέων δηλαδή αντίπαλων αφηγήσεων και στρατηγικών αποδιάρθρωσης του συστήματος εξουσίας τέτοιων, που θα είναι ικανές να δημιουργήσουν μια φρέσκια και νικηφόρα δυναμική.



Να εξασκηθούμε στην ανάπτυξη νέων αφηγήσεων

Στο ερώτημα που θέτω προτείνω να μην επιμείνουμε τόσο πολύ με την ανάπτυξη μιας συζήτησης που θα πολωθεί ανάμεσα σε ένα ναι και σε ένα όχι. Θεωρώ ιστορικά πιο έξυπνο να εξασκηθούμε πάνω στην ανάπτυξη νέων αντισυστημικών αφηγήσεων και στρατηγικών και να κρίνουμε εκ του αποτελέσματος.

Θα ήθελα και εδώ να μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω ένα προσωπικό, αλλά καίριο, νομίζω, λόγω της σημασίας του, παράδειγμα που κινείται στη λογική της παραπάνω πρότασης:

Ήμουνα εξαιρετικά προβληματισμένος από το γεγονός ότι ενώ η ασυμβίβαστη αριστερά αρνείται τον καπιταλισμό και του ασκεί σφοδρή κριτική, ωστόσο απέναντι στη θεμελιώδη μονάδα του καπιταλισμού, την καπιταλιστική επιχείρηση, δεν έχει αναπτύξει ικανοποιητικές εναλλακτικές αφηγήσεις. Έτσι, στην καλύτερη περίπτωση, το εναλλακτικό μοντέλο απέναντι στην καπιταλιστική επιχείρηση ακούει στο όνομα αυτοδιαχειριζόμενη ή συνεργατική επιχείρηση και εκεί τελειώνουν όλα. Τελειώνουν όλα, όμως, εκεί από όπου θα έπρεπε να αρχίζουν όλα. Γιατί η έννοια της αυτοδιαχείρισης συναρτάται μόνο με το μοντέλο διοίκησης της επιχείρησης, με το ποιος δηλαδή αποφασίζει και κάνει κουμάντο στην επιχείρηση και με τίποτα άλλο.

Η έννοια της αυτοδιαχείρισης δεν απαντά απαραίτητα ούτε στο ερώτημα για την ευτυχία των ανθρώπων σαν εργαζομένων, ούτε για το σύνολο του πλέγματος των σχέσεων των εργαζομένων μέσα σε μια αυτοδιαχειριζόμενη ή συνεργατική επιχείρηση ούτε για τη σχέση της αυτοδιαχειριζόμενης ή συνεργατικής επιχείρησης με την κοινωνία και τους ανθρώπους της. Δεν μας λέει επίσης αρκετά γι’ αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε σαν πρόβλημα της ψυχής της επιχείρησης ή σαν νόημα της ζωής της επιχείρησης. Και υπάρχουν και άλλα που θα μπορούσαν να ειπωθούν σαν θεμελιώδεις ελλείψεις.

Με λίγα λόγια διαπίστωσα ότι απέναντι σε εξαιρετικά πλούσιες και λεπτομερείς φιλοκαπιταλιστικές αναλύσεις που αφορούσαν την καπιταλιστική επιχείρηση, οι αντικαπιταλιστικές αναλύσεις που αφορούσαν μια εναλλακτικού τύπου επιχείρηση ήταν εξαιρετικά περιορισμένες και ανεπαρκείς. Αυτή η ένδεια, που εντάθηκε μετά την κατάρρευση του μοντέλου της κρατικής επιχείρησης του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», είναι και ένας ουσιαστικός δείκτης για το ότι το σχέδιο της αριστεράς για μια μεγάλη κοινωνική μεταβολή είναι ανεπαρκές. Και επιτρέψτε μου να επιμείνω και πάλι ότι είναι τέτοιες ουσιαστικές ανεπάρκειες που βοηθούν αποφασιστικά ώστε η αριστερά να οδηγείται σε συστημικές λύσεις.

Εν πάση περιπτώσει, η εμπειρία μου μέσα στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και η δέσμευση μου σε αγώνες για τον ριζικό μετασχηματισμό τους, με οδήγησαν στην διατύπωση εναλλακτικής, απέναντι στην καπιταλιστική, θεωρίας επιχείρησης*2. Η εναλλακτική αυτή θεωρία δεν χρησιμοποίησε κλασικές αριστερές ή μαρξιστικές πηγές. Θα έλεγα ότι οι πηγές της πρέπει να αναζητηθούν σε φιλοσοφικές τάσεις και ρεύματα. Για παράδειγμα η βάση της νέας αυτής αφήγησης σχετίζεται με μια οντολογική θεώρηση της σχέσης επιχείρησης και ανθρώπου. Ή μια βασική έννοια αυτής της εναλλακτικής αφήγησης είναι το υπαρξιακό μάνατζμεντ, το οποίο αντλεί από την φιλοσοφία του νοήματος της ζωής.



Ανακεφαλαιώνοντας

Η, μέχρι στιγμής, συστημικότητα του ΣΥΡΙΖΑ, κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να αναζητηθεί, κυρίως, στις ευθύνες της ηγετικής του ομάδας. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ διακρίνεται βέβαια από έλλειψη πάθους για μια μεγάλη κοινωνική αλλαγή, αλλά οι κυρίαρχες ευθύνες είναι θεμελιωδέστερες και ουσιαστικά, υποστηρίζω, αφορούν μια ολόκληρη εποχή αγώνων και σκέψης. Όμως δεν υπάρχει τίποτα συναρπαστικότερο από το να αναχωρείς από το λιμάνι για να ανοιχτείς στα νέα πελάγη. Μετακινήσεις τεκτονικών πλακών έχουν συμβεί, μεγάλες ηφαιστειακές εκρήξεις έχουν συμβεί, τσουνάμι έχουν συμβεί. Τα νερά στα πελάγη δεν είναι τα ίδια. Τα πελάγη δεν είναι τα ίδια. Γι’ αυτό είναι και πάλι συναρπαστικά.

πηγή: epoxi.gr