Δε θυμάμαι πότε άκουσα πρώτη φορά το όνομα του ιδιαίτερα προικισμένου, μα πρόωρα χαμένου Κοζανίτη μουσικού Γιάννη Δόδουρα.

Κάθε αναζήτηση στα βαθύτερα ντουλαπάκια της μνήμης μου ψάχνοντας μία απάντηση, οδηγεί σ’ ένα απύθμενο κενό, θυμάμαι όμως καθαρά πότε άκουσα πρώτη φορά συνθέσεις του. Ήταν το 2001 σε μία εκδήλωση του Συλλόγου Κοζανιτών Θεσσαλονίκης, όταν η αρχαιότερη χορωδία της πόλης μας «Άγιος Νικόλαος», υπό τη διεύθυνση του ακάματου μαέστρου και διευθυντού της κου Πάρη Καραχάλιου, παρουσίασε έργα Κοζανιτών συνθετών. Το πρώτο ήταν ο ΑΝΗΦΟΡΟΣ του Δόδουρα και μου έκανε εντύπωση, γιατί μου θύμισε έντονα ένα ποίημα ενός αγαπημένου μου ποιητή. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ του Κώστα Κρυστάλλη.

Μελετώντας αργότερα τη ζωή και το έργο του Γιάννη Δόδουρα, ανακάλυψα έκπληκτη πως η πορεία και η ζωή του ολόκληρη έχει πολύ περισσότερες ομοιότητες με την πορεία και τη ζωή του Κώστα Κρυστάλλη, απ’ ό,τι οι στίχοι ενός και μόνο τραγουδιού. Το διήμερο αφιέρωμα στη μνήμη του, που παρουσίασαν τον περασμένο Μάρτη στην κατάμεστη από κόσμο και τις δύο βραδιές Αίθουσα Τέχνης, ο Δήμος Κοζάνης και το ΙΝστιτούτο Βιβλίου & Ανάγνωσης έγινε αφορμή να ξαναθυμηθούμε και πολλοί να γνωρίσουμε για πρώτη φορά το Γιάννη Δόδουρα. Έναν άνθρωπο αληθινό μουσικό, ευαίσθητο, με μυαλό ανοιχτό στις νέες ιδέες και προικισμένο με ένα σπάνιο μουσικό ταλέντο, όπως περίτρανα τα τόσο μελωδικά έργα του αποδεικνύουν. Έναν άνθρωπο που αν ζούσε λίγο περισσότερο από τα ελάχιστα 30 του χρόνια, λένε εκείνοι που μελέτησαν το έργο του και όλοι, ίσως και να άλλαζε την πορεία της σύγχρονης ελληνικής  μουσικής.

Εξήντα και πλέον χρόνια μετά το θάνατό του η αναβίωση της μνήμης του κρίνεται πλέον επιτακτική ανάγκη. Η γνωριμία και η ανάδειξη μορφών που συνέβαλαν στη διαφοροποίηση της πατρίδας μας απ’ όλες τις υπόλοιπες, παρόμοιες μ’ αυτήν, πόλεις της Ελλάδας των βουνών, θα μας δώσει την αφορμή να γνωρίσουμε κι εκείνη, την πόλη, λίγο καλύτερα. Να μάθουμε άγνωστες πτυχές της προσωπικής της ιστορίας, που πρέπει να γίνουν κτήμα όλων και να την αγαπήσουμε λίγο περισσότερο. Και θα έχουμε την ευτυχία και την πρωτιά να ντύσουμε τα όνειρα μας με την αιθέρια μουσική ενός ονειροπόλου δημιουργού. Του Γιάννη Δόδουρα.

 

Η ζωή του

Ο Γιάννης Δόδουρας γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1917. Μεγαλώνοντας σε μία πόλη της Δυτικής Μακεδονίας της εποχής του Μεσοπολέμου, την εποχή που η Κοζάνη κάνει δειλά τα πρώτα της βήματα στο νέο ελληνικό κράτος και στην έντεχνη ελληνική μουσική, ο Δόδουρας, άνθρωπος ευαίσθητος, με ανοιχτούς ορίζοντες σε κάθε τι καινούργιο, δεν αργεί να φανερώσει το μουσικό του ταλέντο.

Παιδί ακόμα συμμετέχει στη μικρή χορωδία του Αγίου Νικολάου. Μαθητής γυμνασίου δέχεται τις πρώτες επιδράσεις της έντεχνης ευρωπαϊκής μουσικής. Με το φίλο και συμμαθητή του Τάσο Χρυσοχόου, άριστο γνώστη της θεωρίας της μουσικής, ανακαλύπτουν το νέο κόσμο που ανοίγεται διάπλατα μπροστά τους και ρουφούν αχόρταγα το κάθε τι. Δανείζονται δίσκους με συμφωνικά έργα ή μουσικές παρτιτούρες και έχουν σπάνιες ευκαιρίες για διαφορετικές μουσικές εμπειρίες. Ο Δόδουρας μελετάει τη θεωρία και τη σύνθεση με το Νίκο Λιούφη, εξελίσσεται σε μικρό χρονικό διάστημα σε βιρτουόζο μαντολινίστα, μαθαίνει κλαρίνο στην ΠΑΝΔΩΡΑ και διορίζεται αμέσως στο Ωδείο, με διευθυντή την εποχή εκείνη το γνωστό στο πανελλήνιο βιολιστή Β. Κοριτσάνη, μελετάει πιάνο και γίνεται άψογος εκτελεστής του κοντραμπάσου. Το 1938 ο αρχιμουσικός της ΠΑΝΔΩΡΑ Γ. Φελούρης δημιουργεί ορχήστρα τζαζ με τη συμμετοχή του Δόδουρα και του Νίκου Λιούφη, ενώ το 1939-1940 ο Δόδουρας με τους Τάσο Χρυσοχόυ, Νίκο Λιούφη και Αλ. Ιωαννίδη δημιουργεί κουαρτέτο μαντολινάτας. Ταυτόχρονα δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να αρθρογραφήσει για τα μουσικά δρώμενα της ιδιαίτερης πατρίδας του. Ένα κείμενο του, δημοσιευμένο το 1939 στην εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΒΗΜΑ, που αναφέρεται σε συναυλία καθηγητών του Ωδείου, αποκαλύπτει ξεκάθαρα το επίπεδο της μουσικής του κατάρτισης και γνώσης, αλλά και το θερμό ενδιαφέρον του για τα μουσικά δρώμενα της Κοζάνης και την αγωνία του για την ανάδειξη και εξέλιξη της σοβαρής μουσικής στην Ελλάδα με κάποιες προβλέψεις γι’ αυτήν. Τολμάει να εισχωρήσει στα άδυτα της μουσικής σύνθεσης με το έργο του Η ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ σε λιμπρέτο (=κείμενο μελοδράματος, οπερέτας ή ορατορίου) του Νάση Αλευρά και το 1941 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της χορωδίας «Άγιος Νικόλαος», καθιστώντας την σε δύσκολους και χαλεπούς καιρούς άψογη στις εκτελέσεις εκκλησιαστικών και κοσμικών έργων.

Το ασίγαστο πάθος του για ανώτερη θεωρητική εκπαίδευση και εξέλιξη τον οδηγούν το 1942 να παραδώσει τη διεύθυνση της χορωδίας στο φίλο και συνεργάτη του Νίκο Λιούφη και να φύγει για τη Θεσσαλονίκη, όπου παρακολουθεί ανώτερα θεωρητικά δίπλα στον αείμνηστο καθηγητή του Κρατικού Ωδείου Γεώργιο Βακαλόπουλο. Συγχρόνως εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του πανεπιστημίου, εκπληρώνοντας ένα παλιό του όνειρο και παρακολουθεί μαθήματα γερμανικών, αποσκοπώντας σε μελλοντικές ανώτερες μουσικές σπουδές. Για λόγους επιβίωσης, συμμετέχει και διευθύνει τη χορωδία της Αγίας Σοφίας, ενώ ως άριστος εκτελεστής του κοντραμπάσου και του βιολοντσέλου συμμετέχει από την πρώτη στιγμή στην αναργιοργανωθείσα ορχήστρα Βορείου Ελλάδος, όπου διαπρέπει ως σολίστ και εξακολουθεί να συνθέτει νυχθημερόν. Όπως σχολιάζει ο μουσικοδίφης και μουσικογράφος Θωμάς Ταμβάκος: «Οι πρόβες της ορχήστρας γινόταν στο Στρατιωτικό Θέατρο, αρκετά μακριά από το σπίτι του Δόδουρα και έτσι υποχρεωνόταν να κουβαλάει για πολλές ώρες στα χέρια του το ογκώδες κοντραμπάσο, πράγμα που κλόνισε ανεπανόρθωτα την ούτως ή άλλως ταλαιπωρημένη υγεία του».

Το βαρύ καθημερινό πρόγραμμα σε συνδυασμό με τις τρομερές στερήσεις της Κατοχής, επιβαρύνουν σοβαρά την πάντα ευαίσθητη και ήδη ταλαιπωρημένη υγεία του. Το 1945 προσβάλλεται από φυματίωση, αρρώστια που στις αρχές του 20ου αιώνα είχε μετατραπεί σχεδόν σε λοιμό, ειδικά για τις αδύναμες κοινωνικά τάξεις. Νοσηλεύεται για λίγους μήνες στο Ασβεστοχώρι, όπου τα ελάχιστα ιατρικά μέσα της εποχής δεν του προσφέρουν καμία ίαση και καμία ανακούφιση και επιστρέφει στην Κοζάνη, όπου τον Αύγουστο του 1947 αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 30 χρόνων. Όταν ο Γιώργος Βακαλόπουλος πληροφορήθηκε την είδηση του θανάτου του μαθητή του είπε με θλίψη: «Δεν έχασε η Κοζάνη ένα μεγάλο μουσικό, αλλά όλη η Ελλάδα».

 

Το μουσικό του έργο

Μετά το θάνατο του Γιάννη Δόδουρα το μουσικό του έργο, πολύπλευρο και πολυσέλιδο, «βρέθηκε έρμαιο» στις όποιες διαθέσεις ανθρώπων, που είχαν την τιμή να αγγίξουν τα χειρόγραφα του μετά από εκείνον. Ο Γιάννης Δόδουρας έγραφε μουσική ασταμάτητα, μέχρι την τελευταία του πνοή κι ίσως γι’ αυτό κάποια από τα έργα εκείνης της περιόδου να καταστράφηκαν. Η αρρώστια που στέρησε από το Δόδουρα τη ζωή και από την Ελλάδα έναν μεγάλο συνθέτη ήταν λίαν επικίνδυνη την εποχή εκείνη, ανίατη και μεταδοτική, πάντα θανατηφόρα και όλα τα πράγματα των ανθρώπων που άφηναν την τελευταία του πνοή από φυματίωση καταστρεφόταν, από το φόβο μετάδοσης της αρρώστιας. Αυτός ο φόβος, η άγνοια της αξίας των γραφόμενών του, αλλά και η ιδιοποίηση προς ίδιον όφελος από διαφόρους εκτός -ίσως και εντός- Κοζάνης είναι οι πιθανότερες αιτίες απώλειας των έργων του. Ό,τι διασώθηκε και έφτασε μέχρι το σήμερα διασώθηκε με προσπάθειες φίλων, ανθρώπων εραστών της μουσικής του, που διαφύλαξαν τα χειρόγραφα και τις παρτιτούρες του, όπως ο αείμνηστος μαέστρος της χορωδίας ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ και στη συνέχεια της ΕΛΙΜΕΙΑΣ Μάκης Βαχτεβάνος, που συμμάζεψε και διέσωσε το μεγαλύτερο μέρος των έργων αυτών, ο φίλος και συνεργάτης του, διάδοχος του το 1942 στη διεύθυνση του ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Νίκος Λιούφης, που διέσωσε τα υπάρχοντα εκκλησιαστικά έργα, αλλά και τα ανίψια του, Κώστας και Γιάννης Δόδουρας, παιδιά του αδελφού του Γιώργου. Ο Μάκης Βαχτεβάνος ήταν επίσης ο πρώτος που έκανε γνωστό το χορωδιακό έργο του Γιάννη Δόδουρα, εκτελώντας πάντα συνθέσεις του με τις χορωδίες που διηύθυνε. Το 1960 η χορωδία ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, συμμετέχοντας στο Πανελλήνιο Φεστιβάλ Χορωδιών στην Αθήνα με μαέστρο το Μάκη Βαχτσεβάνο κατέκτησε το δεύτερο βραβείο ερμηνεύοντας τον ΑΝΗΦΟΡΟ (ή ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ) του Δόδουρα.

Το έργο του είναι ένας ύμνος στη δυτικομακεδονική μουσική παράδοση. Συνδυάζοντας εύστροφα στις μουσικές του φόρμες όλες τις μορφές παραδοσιακής δυτικομακεδονικής και μακεδονικής μουσικής γενικότερα, ο Δόδουρας κατάφερε να δημιουργήσει μία νέα μορφή τοπικής μουσικής παράδοσης. Ήταν έξυπνος, ταλαντούχος και πρωτοπόρος μουσικός. Ήξερε να «εκμεταλλεύεται» για το καλύτερο και αρτιότερο αποτέλεσμα όποιον μουσικό τρόπο είχε στα χέρια του. Ήταν ερωτευμένος με τη Μουσική και η Μουσική μαζί του. Δεν είχαν πλέον μυστικά ο ένας από τον άλλο.

Το μουσικό έργο του Γιάννη Δόδουρα που έχει διασωθεί περιλαμβάνει: χορωδιακά έργα σε στίχους Κοζανιτών ή άλλων γνωστών Ελλήνων ποιητών, μονωδίες για σόλο βαρύτονο και πιάνο, δύο μεγάλα έργα για μπάντα (ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΡΑΨΩΔΙΑ Νο1 και Η ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ, απάνθισμα από το μεγάλο ομώνυμο έργο που δεν έχει διασωθεί), ένα έργο για κουαρτέτο εγχόρδων, εκκλησιαστικά έργα για χορωδία και κάποια άλλα μικρότερα.

Η συμβολή και το μουσικό έργο του Γιάννη Δόδουρα είναι ελάχιστα γνωστά. Αν και τα χορωδιακά του τραγούδια συμπεριλαμβάνονται συχνά στις μουσικές εκδηλώσεις των χορωδιών της Κοζάνης, το συνολικό έργο του και η προσφορά του στη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής μουσικής είναι παντελώς άγνωστα. Το 1986, τριάντα εννέα χρόνια μετά το πρόωρο θάνατό του, ο Σύλλογος Κοζανιτών Θεσσαλονίκης «Ο Άγιος Νικόλαος» και το περιοδικό ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ, εκπληρώνοντας ένα ανοιχτό χρέος τιμής στη μνήμη του, εξέδωσαν σε έναν τόμο όλα τα διασωθέντα έργα του (εκτός από τα δύο έργα για μπάντα) με σκοπό τη διάσωση, τη διάδοση και κατοχύρωσή τους. Ταυτόχρονα, την ίδια εποχή (Δεκέμβριος 1985), τα ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ προχώρησαν και στην έκδοση ενός μεγάλου τεύχους-αφιερώματος στη μνήμη του, όπου πνευματικοί άνθρωποι, άνθρωποι που τον γνώρισαν ή μελέτησαν το έργο του, κατέγραφαν τις εμπειρίες τους. Ευαισθησία έχει δείξει και ο Δήμος Κοζάνης, ο οποίος τα τελευταία χρόνια σε μία προσπάθεια γνωριμίας των πολιτών με σπουδαίες μορφές του τόπου, έχει οργανώσει αφιερώματα στη ζωή και το έργο του Γιάννη Δόδουρα με πιο πρόσφατο το διήμερο αφιέρωμα (29 & 30 Μαρτίου 2008), που ο Δήμος Κοζάνης και το Ινστιτούτο Βιβλίου & Ανάγνωσης διοργάνωσε με τη συμμετοχή χορωδιών, μουσικών, της ΠΑΝΔΩΡΑΣ και ομιλητών σχετικών με τη ζωή και το έργο του (όπως ο διευθυντής των ΕΛΙΜΕΙΑΚΩΝ δρ. Στράτος. Ηλιαδέλης και η μουσικολόγος κα Χριστίνα Χατζημανώλη).

 

Κάτι σαν επίλογος

Το 1887 ο Κώστας Κρυστάλλης εγκαταλείπει τα Ιωάννινα και την Ήπειρο για τη νότια ελεύθερη Ελλάδα, προσπαθώντας να ξεφύγει από τη μανία των Τούρκων, που τον είχαν επικηρύξει και τον κυνηγούσαν μετά την κυκλοφορία της πρώτης του ποιητικής συλλογής «Αι σκιαί του Άδου». Στην Αθήνα όπου κατέληξε, εργάστηκε σκληρά σε διάφορες δουλειές και παράλληλα έγραφε και δημοσίευε ποιήματα. Ποιήματα στολισμένα με την ομορφιά της φύσης της Ηπείρου και της Πίνδου και της πατρίδας του, του Συρράκου Ιωαννίνων, που επικηρυγμένος καθώς ήταν από τις τουρκικές αρχές δεν μπορούσε πλέον να επισκεφτεί. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής όμως είχαν αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση και να πεθάνει στις 22 Απριλίου του 1894 σε ηλικία μόλις 26 χρόνων. Και στο Συρράκο δεν επέστρεψε ποτέ.

Ο Γιάννης Δόδουρας θαύμαζε τον Κώστα Κρυστάλλη και μελετούσε συχνά τα ποιήματα του. Μελοποίησε κάποια και άνθρωποι που τον γνώριζαν λένε ότι συχνά απάγγελε στίχους από ΤΟ ΣΤΑΥΡΑΪΤΟ, το γνωστό ποίημα που περιγράφει όσο κανένα την ελπίδα και την ανάγκη επιστροφής του ποιητή, του κάθε ανθρώπου, στο γενέθλιο τόπο. «Πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος», έλεγε με παράπονο ο Κρυστάλλης. Η ζωή του Γιάννη Δόδουρα ήταν ελάχιστα διαφορετική από του Κρυστάλλη και το τέλος όμοιο κι αυτό. Προσβλήθηκε κι αυτός από φυματίωση κι άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 30 χρόνων. Αν τον γνώριζε ο Κρυστάλλης, θα τον μακάριζε, στ’ αλήθεια. Ο Δόδουρας είχε την τύχη να πεθάνει στην πατρίδα του και να ταφεί στα άγια χώματα της. Ο Κρυστάλλης πέθανε μόνο με την ανάμνηση της.

Οι ιστορίες ζωής των δύο ανδρών είναι τραγικά ταυτόσημες και σκληρά όμοιες σε λεπτομέρειες. Σήμερα τόσο τα ποιήματα του Κώστα Κρυστάλλη, όσο και η μουσική του Γιάννη Δόδουρα έχουν τη δική τους θέση στο βάθρο των σπουδαίων Ελλήνων ποιητών και μουσικών. Το Συρράκο έχει ανακαλύψει τον Κρυστάλλη κι οι Συρρακιότες είναι περήφανοι που ο τόπος τους γέννησε τον τραγουδιστή του βουνού και της στάνης. Μάλλον ήρθε η ώρα να ανακαλύψει και η Κοζάνη το Γιάννη Δόδουρα. Τρόποι υπάρχουν πολλοί και άνθρωποι που μπορούν να αναλάβουν την ανάδειξη του βίου και του έργου του ακόμα περισσότεροι. Τα πρώτα βήματα έχουν ήδη γίνει. Σε μας ανατίθεται τώρα η ιερή συνέχεια. Έτσι, μήπως και διορθώσουμε μία αδικία.

 

k matsouΗ Κατερίνα Μ. Μάτσου γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1975 στην Κοζάνη. Είναι δημοσιογράφος, απόφοιτος του Ε.Ε.Σ. North και του Ι.Ι.Ε.Κ. ΔΕΛΤΑ Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως υπεύθυνη Τύπου στη νομαρχιακή επιτροπή μεγάλου κόμματος στην Κοζάνη και συνεργάζεται με πολλές τοπικές εφημερίδες και περιοδικά.

Για δύο τηλεοπτικές σεζόν (2006-2008) συνεργάστηκε με τον τοπικό τηλεοπτικό σταθμό TOP CHANNEL ως επιμελήτρια και παρουσιάστρια της εκπομπής πολιτισμού «Περί τέχνης, λόγου και βιβλίων». Έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών στο πρόγραμμα: «Εγκυκλοπαίδεια Ελληνικού Τύπου-Ο Τύπος της Κοζάνης» (Δεκέμβριος 2001-Μάιος 2002). Έχει διακριθεί από το Σύνδεσμο Γραμμάτων & Τεχνών ν. Κοζάνης με δίπλωμα Τιμής και Αναμνηστικό Μετάλλιο για την προβολή και ανάδειξη των μουσείων του νομού Κοζάνης (Σεπτέμβριος 2003). Κατά τον 27ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό, που προκήρυξε η Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (Π.Ε.Λ.) για το 2008 βραβεύτηκε με το 3ο Βραβείο για το μυθιστόρημα «Στην πόλη χωρίς ιστορία». Είναι μέλος της Ένωσης Δημοσιογράφων Περιοδικού & Ηλεκτρονικού Τύπου (Ε.ΔΗ.Π.Η.Τ.) Μακεδονίας-Θράκης και της Πανελλήνιας Ένωσης Συνεργασίας Νέων Λογοτεχνών.

Περισσότερα άρθρα και επικοινωνία