Αισθάνομαι πως είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά αδήριτη η ανάγκη ανταλλαγής σκέψεων, απόψεων, υπονοιών, για όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, για όλα αυτά που ανατρέπουν ένα κόσμο ο οποίος στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα είχε κατακτήσει υψηλά επίπεδα ελευθερίας και ευμάρειας και ο οποίος άναυδος παρακολουθεί να εξαφανίζονται μία προς μία κατακτήσεις του που χρειάστηκαν αγώνες αιώνων και που σε τελική ανάλυση αποτέλεσαν το κύριο στοιχείο του σύγχρονου πολιτισμού του.

Είναι τέτοια η ορμή και η ωμότητα της επίθεσης που δέχονται οι κοινωνίες, ώστε το εάν είναι σημαντικότερο να προταχθεί η ανάλυση του χαρακτήρα αυτής της επίθεσης ή αυτή της κατάστασης στην οποία είχαν ήδη περιέλθει οι κοινωνίες ώστε να αδυνατούν σήμερα να αντιδράσουν, να μην έχει καμία σημασία. Ίσως ο θυμός, για τον ανιστόρητο εφησυχασμό που νάρκωσε τις κοινωνίες και τις κατέστησε έωλες στην πιο σκληρή αντεπίθεση της πιο ολιγάριθμης πλουτοκρατίας που υπήρξε ποτέ, να είναι το πιο δημιουργικό κίνητρο από δω κι εμπρός.

Γιατί επιτέλους μόνοι μας βγάλαμε τα μάτια μας, και καταντήσαμε –ανθρωπότητα ολόκληρη- βορά στην αδηφαγία των περιβόητων ‘αγορών’.

‘Οι αγορές’, που μπήκαν ως όρος τόσο ξαφνικά στην ζωή μας, για να μας γνωστοποιήσουν ότι είναι αυτές που κυβερνούν, και όχι τα κυρίαρχα κράτη, οι κυβερνήσεις τους, οι διεθνείς πολιτικοί οργανισμοί. Αναρωτιέται κανείς: αυτές ήταν που κυβερνούσαν πάντα και δεν το παίρναμε εμείς είδηση, ή μήπως ξαφνικά παρουσιάστηκαν με τέτοιες απαιτήσεις κυριαρχίας επειδή η πολιτική, εντελώς αναίτια, παραιτήθηκε της αποστολής της και το επέτρεψε; Και ποιος τελικά ευθύνεται γι’ αυτό, αν όχι οι κοινωνίες, οι οποίες τώρα πλέον αισθάνονται το μέγεθος της αποδυνάμωσής τους χωρίς ακόμη να έχουν καταλάβει το γιατί;

Οι ίδιες αυτές κοινωνίες που δυστυχώς αντιλαμβάνονται ακόμη και τώρα την επίθεση που δέχονται ως ένα ζήτημα περικοπής των απολαβών τους και όχι ως κορύφωση μίας μακράς και καλά σχεδιασμένης διαδικασίας εξανδραποδισμού τους, που στην πραγματικότητα είναι. Κοινωνίες αδικαιολόγητα εφησυχασμένες, με εμπεδωμένη, δυστυχώς, την αίσθηση ότι οι πολιτικές ελευθερίες και η ευμάρεια που είχαν επιτευχθεί ήταν κάτι το αυτονόητο και διατηρήσιμο έξω από την συλλογική πολιτική δράση –προς την οποία γύρισαν την πλάτη μέσα στην μέθη του πρωτοφανούς καταναλωτισμού που είχαν την ευκαιρία να ζήσουν. Κοινωνίες, που αδυνατούν να αντιληφθούν το μέγεθος της εξάρτησής τους –ακόμη και στο επίπεδο της διατροφής- από συγκεκριμένα ολιγοπώλια. Και που βεβαίως δεν μπορούν ακόμη να συνδέσουν την κατάσταση αυτή με την έκπτωση των υψηλών αξιών και την ομόθυμη υποβάθμιση της ανθρωπιστικής παιδείας.

Το αν υπάρχει περιθώριο αντίστασης και αναστροφής αυτής της πορείας είναι ερώτημα αποπροσανατολιστικό. Και ο αποπροσανατολισμός δυστυχώς επιτείνεται από την στάση των εκπροσώπων της πολιτικής και της διανόησης που μοιρολατρικά αποδέχονται να λειτουργούν σε ένα ανερμάτιστο περιβάλλον διαρκών μεταβολών οι οποίες, παρά το ότι εμφανίζονται ως νομοτελειακές, επί της ουσίας είναι πολιτικές επιλογές, επιβαλλόμενες ελλείψει αφ’ ενός μεν αντιστάσεως, αφ’ ετέρου δε επεξεργασμένων εναλλακτικών προτάσεων. Αυτό που κατά βάση πληρώνουμε σήμερα είναι αυτή η απουσία επεξεργασμένων εναλλακτικών προτάσεων που θα ενσωμάτωναν την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης σε ένα ποιοτικό κοινωνικό πλαίσιο, το πρότυπο του οποίου είχε ήδη διαμορφωθεί. Αλλά η επεξεργασία και ανάδειξη τέτοιων προτάσεων θα απαιτούσε ζωντανές πολιτικές διεργασίες οι οποίες -για να υπάρξουν- προϋποθέτουν σφριγηλές και πολιτικοποιημένες κοινωνίες, που δυστυχώς αποτελούν πλέον είδος προς εξαφάνιση. Επειδή όμως οι κοινωνίες, σε όποια κατάσταση αποδόμησης και να βρίσκονται, υπάρχουν, γιατί είναι οι άνθρωποι αυτοί που τις συγκροτούν, πάντα θα υπάρχουν περιθώρια και για αντίσταση και για αναστροφή.

Πρέπει να προσπεράσουμε αυτούς που μάθαμε να ακούμε ως διανοούμενους. Γιατί οι ίδιοι από καιρό γύρισαν την πλάτη τους στους λαούς, αποτραβηγμένοι –οι περισσότεροι- σε εναλλακτικές αναζητήσεις, ‘μπουκωμένοι’ από το χρήμα των επιδοτούμενων πια ‘σκέψεών’ τους.

Πρέπει να προσπεράσουμε τους πολιτικούς εκείνους που αποδείχτηκαν ανίκανοι να ‘διαβάσουν’ την Ιστορία στους μεγάλους κύκλους της, να αντιληφθούν και να υπερασπιστούν την ουσία της πολιτικής, αυτούς που παραιτήθηκαν της αποστολής τους να υπερασπίζονται την λαϊκή κυριαρχία, αυτούς που διαγκωνίσθηκαν για να γίνουν οι κήρυκες και οι απολογητές των ‘αγορών’.

Πρέπει να συναντηθούμε όλοι, όσοι ακόμη έχουν δουλειά κι όσοι δεν έχουν, νεολαίοι, μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι και εργοδότες. Να συναντηθούμε σε αίθουσες συζητήσεων, να συναντηθούμε στο διαδίκτυο, να συναντηθούμε στους δρόμους. Να μιλήσουμε ειλικρινά και να επανατοποθετήσουμε την Πολιτική στην ηγεμονική της θέση. Είναι επείγον να προλάβουμε, πριν ‘οι αγορές’ μας βυθίσουν πλήρως σε ένα νέο Μεσαίωνα. Δεν θα αφήσουμε να μας μετατρέψουν σε δουλοπάροικους. Τουλάχιστον όχι πριν παλέψουμε.

vmihos 02Ο Βασίλης Μίχος γεννήθηκε στη Λάρισα το 1956. Είναι διπλωματούχος Αγρονόμος-Τοπογράφος Μηχανικός του Α.Π.Θ. και έχει ασχοληθεί ώς ελεύθερος επαγγελματίας και στέλεχος τεχνικών εταιρειών με τη διαχείριση σύνθετων οικοδομικών και βιομηχανικών έργων.

Έχει διατελέσει μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του ΤΕΕ Κεντρικής-Δυτικής Θεσσαλίας και δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Λαρισαίων.

Περισσότερες πληροφορίες και άρθρα