Πως διπλασιάστηκε το ποσοστό της Χρυσής Αυγής και πλέον φιγουράρει τρίτη στην Βουλή, κατά την VPRC, με 14%;

Όταν κάποιος αισθάνεται αδύναμος, σύμφωνα με την ψυχολογία, βρίσκει καταφύγιο σε κάποιον που – τουλάχιστον φαίνεται να – είναι δυνατός. Έτσι, η αδύναμη ελληνική κοινωνία βρίσκει καταφύγιο κάτω από την μασχάλη του Μιχαλολιάκου.

Σαν άλλος Ρομπέν των Δασών, ο ακροδεξιός θα διώξει τον κλέφτη του λαού, τον βρωμερό πολιτικό. Θα απελευθερώσει την γιαγιά από τον κακό – ληστή – μετανάστη. Θα διώξει τον κερδοσκόπο κατακτητή που απομυζά τις δουλειές από τα ελληνόπουλα ωθώντας τα στην κατάθλιψη, στην αυτοκτονία ή στην μετανάστευση, και θα κλείσει το βλάσφημο θέατρο, που σατυρίζει την Ορθοδοξία – το τελευταίο αποκούμπι του κακόμοιρου του Έλληνα.

Ο “φυρερίσκος” (όπως τον αποκάλεσε πρώην στέλεχός της Χρυσής Αυγής), ο οποίος αποτελεί πια πρότυπο ελληνικής μαγκιάς και τιμιότητας, είπε ενώπιον της νεολαίας του, ότι “ναζί μπορεί να μας λένε, κλέφτες όμως δεν μας είπαν ποτέ γιατί αυτό το χέρι που χαιρετά έτσι είναι καθαρό”, αναπαράγοντας ό,τι η κοινωνία θέλει να ακούσει: για όλα φταίνε οι κλέφτες, τα λαμόγια, οι πολιτικοί.

Κατά συνέπεια, μαγκιά και τιμιότητα είναι ο ναζισμός. Και ουκ ολίγοι νέοι θα πουν περήφανα, με το – καθαρό – χέρι ψηλά: “Ναι, ρε! Είμαι ναζί! Εγώ δεν έκλεψα την Πατρίδα!

Τι θα γίνει στο τέλος;

Οι Ευρωπαίοι θα σταματήσουν να μας λένε κλέφτες και θα μας πουν ναζί.