Η συνεργασία ιδιωτικού τομέα και φορέων διαχείρισης στερεών αποβλήτων βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα στην Ελλάδα.

Η πλέον συνηθισμένη μορφή της είναι οι υπεργολαβίες που δίνονται σε ιδιώτες για εργασίες αποκομιδής αποβλήτων και εργασίες διευθέτησης των απορριμμάτων σε ΧΔΑ ή και ΧΥΤΑ. Ωστόσο ο όρος σύμπραξη δεν αφορά απλά και μόνο την παροχή κάποιων υπηρεσιών, όπως ήδη γίνεται.

Οι Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.- Ν. 3389/2005) αποτελούν μορφές συνεργασίας των Δημοσίων Αρχών με επιχειρήσεις του Ιδιωτικού Τομέα, που αποσκοπούν στην εξασφάλιση του σχεδιασμού, της χρηματοδότησης, της κατασκευής, της διαχείρισης, λειτουργίας ανακαίνισης ή συντήρησης δημοσίων υποδομών αλλά και στην παροχή υπηρεσιών σε διαφόρους τομείς της εθνικής οικονομίας, με μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις.

Με δεδομένη τη δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας, οι ΣΔΙΤ θα βρουν σταδιακά σημαντικό πεδίο εφαρμογής και στα έργα περιβάλλοντος, ιδιαίτερα δε στα έργα και υπηρεσίες Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΔΣΑ). Αν στόχος είναι η αποτελεσματικότητα ενός έργου ΔΣΑ σε βάθος χρόνου, τότε η σκοπιμότητα υλοποίησης με διαδικασίες ΣΔΙΤ πρέπει προσεκτικά να τεκμηριώνεται και εφόσον υπάρχουν πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλους τρόπους υλοποίησης δημοσίων έργων, πρέπει προσεκτικά να προετοιμάζεται και υλοποιείται. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή των ΣΔΙΤ στη ΔΣΑ, στο υφιστάμενο πλαίσιο της Ελλάδας δεν πρέπει να θεωρείται a priori θετική, ούτε και αρνητική. Σε τελική ανάλυση, οι ΣΔΙΤ είναι άλλος ένας τρόπος υλοποίησης δημόσιων έργων και δεν πρέπει ούτε να αποθεώνεται, ούτε βέβαια και να δαιμονοποιείται.

Τα έργα ΔΣΑ, ως ανταποδοτικά κοινωνικού χαρακτήρα έργα σε μεγάλο βαθμό, αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι για τη χρήση ΣΔΙΤ για τα επόμενα χρόνια προκειμένου η χώρα να καλύψει το «κενό» που παρουσιάζει σε ότι αφορά την επεξεργασία των αποβλήτων.

Είναι σαφές ότι βασική κινητήρια δύναμη για την υιοθέτηση των ΣΔΙΤ και στην Ελλάδα αποτελεί η πολιτική της ΕΕ σχετικά με αυτές. Οι ΣΔΙΤ κατέχουν σημαντικό ρόλο στην ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την Περιφερειακή Ανάπτυξη και θα αποτελέσουν στρατηγική πρόκληση για την επόμενη προγραμματική περίοδο 2007 – 2013 υπό την προϋπόθεση ότι θα λειτουργήσουν ως εργαλείο για την επίτευξη του συνόλου της συνοχής της διευρυμένης Ευρώπης.

Τέτοιες συμπράξεις θεωρούνται ιδιαίτερης βαρύτητας για τη νέα προγραμματική περίοδο του Ταμείου Συνοχής (2007-2013) και ο νόμος για τα ΣΔΙΤ θα αποτελέσει βασικό θεσμικό πλαίσιο αναφοράς για τη χρηματοδότηση έργων από την Ε.Ε. στο μέλλον.

Πρόσθετο κίνητρο για είναι ότι εφόσον αναλαμβάνονται κάποιοι σημαντικοί κίνδυνοι με έργα ΣΔΙΤ, η EUROSTAT σε απόφαση της αναφέρει ότι οι δεσμεύσεις του Δημόσιου Τομέα σε τέτοια έργα δεν θα συμπεριλαμβάνονται στο δημόσιο χρέος.

Πέραν όμως αυτών, υπάρχουν και πιο συγκεκριμένοι παράγοντες που οδηγούν στην υιοθέτηση των ΣΔΙΤ στη ΔΣΑ, στην Ελλάδα, όπως και παράγοντες που δυσκολεύουν την υιοθέτησή τους.

 

Η αναγκαιότητα της επεξεργασίας των στερεών αποβλήτων

Κατά την προηγούμενη προγραμματική περίοδο 2000-2006 χρηματοδοτήθηκαν μέσω του Ταμείου Συνοχής, κυρίως έργα τελικής διάθεσης αστικών στερεών αποβλήτων (ΧΥΤΑ), καθώς και έργα αποκατάστασης χώρων ανεξέλεγκτης διάθεσης αποβλήτων ενώ σε μικρότερη κλίμακα χρηματοδοτήθηκαν προμήθειες εξοπλισμού σταθμών μεταφόρτωσης. Η Ευρωπαϊκή Οδηγία (99/31) για την ταφή των αποβλήτων θέτει σημαντικούς περιορισμούς για τα βιοαποδομήσιμα απόβλητα που οδηγούνται για υγειονομική ταφή, εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος.

Στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα, έχουν κατασκευαστεί τρεις (3) μονάδες επεξεργασίας ( Καλαμάτα, Αττική (Α. Λιόσια) και Χανιά). Η μονάδα των Χανίων ήδη λειτουργεί και αναμένεται σύντομα η πλήρης λειτουργία και της μονάδας της Αττικής, γεγονός που θα οδηγήσει σε ποσοστό εκτροπής των βιοαποδομήσιμων από την ταφή περίπου 9% σε επίπεδο χώρας. Η μονάδα της Καλαμάτας αυτή τη στιγμή δεν λειτουργεί αλλά η επαναλειτουργία της θα μπορούσε να αυξήσει το προαναφερθέν ποσοστό σε 10%. Όπως είναι προφανές, προκειμένου να επιτευχθούν οι ποσοτικοί στόχοι για την εκτροπή του βιοαποδομήσιμου κλάσματος (ΒΑΑ) σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 99/31, απαιτείται αύξηση των υποδομών της επεξεργασίας και μάλιστα σε άμεσο χρονικό διάστημα.

 

Η φύση των έργων επεξεργασίας αποβλήτων

Τα απαιτούμενα έργα επεξεργασίας στερεών αποβλήτων χαρακτηρίζονται από:

  • σημαντικές τεχνολογικές απαιτήσεις, τόσο κατά την κατασκευή, όσο και πολύ περισσότερο κατά τη λειτουργία αυτών

  •  αυξημένο τεχνολογικό ρίσκο, που προκύπτει από την πολυπλοκότητα και αλληλεξάρτηση της πρώτης ύλης (απόβλητα, που κάθε άλλο παρά ομοιογενή είναι εξελίσσονται τόσο εποχιακά όσο και διαχρονικά) με τον μηχανολογικό εξοπλισμό και τον ανθρώπινο παράγοντα

  •  σημαντική τεχνολογική εξάρτηση από τον κατασκευαστή και τους προμηθευτές του, στοιχείο ιδιαίτερα καθοριστικό για τη λειτουργία και τη συντήρησή τους

  •  πιθανότητες αστοχίας με σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οι οποίες αναπόφευκτα θα μειώσουν ή και εξαλείψουν την κοινωνική αποδοχή του έργου

Είναι λοιπόν σαφές ότι όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά ωθούν σε μια πιο οργανική και μακρόχρονη σχέση του Φορέα Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΦοΔΣΑ) με τον κατασκευαστή του έργου. Ο τελευταίος και μόνο γνωρίζει πως ακριβώς λειτουργεί το έργο, ποια είναι τα κρίσιμα σημεία στη συντήρησή του, τις αλληλεξαρτήσεις των διαδικασιών και τους αυτοματισμούς κλπ και δεν έχει κανένα συμφέρον να μεταφέρει αυτή την τεχνογνωσία στο Δημόσιο (ακόμα και αν η μεταφορά είναι εφικτή).

 

Ο ρόλος των Φορέων Διαχείρισης

Η οριακή βιωσιμότητα πολλών ΦοΔΣΑ και οι περιορισμένες τεχνικές δυνατότητες, όπως αποδεικνύεται και από την αδυναμία τους να διαχειριστούν επαρκώς τους ΧΥΤΑ, καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την υλοποίηση έργων επεξεργασίας από αυτούς. Ακόμα όμως και σε περιπτώσεις εξαιρετικά ικανών ΦοΔΣΑ, η αφομοίωση της τεχνογνωσίας που απαιτείται για την λειτουργία τέτοιων έργων μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο καθήκον.

Είναι σαφές ότι η αδυναμία των ΦοΔΣΑ να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της ολοκληρωμένης διαχείρισης των στερεών αποβλήτων από τη μια, ωθεί στην υιοθέτηση διαδικασιών ΣΔΙΤ, από την άλλη δημιουργεί ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητα της προετοιμασίας και της λειτουργίας αυτών, εφόσον ένας αδύναμος ΦοΔΣΑ δεν μπορεί να ανταποκριθεί στον ουσιαστικό ρόλο της προετοιμασίας και του ελέγχου μιας τέτοιας σύμβασης.

Από την άλλη βάσει του νόμου 3316/2005 «Ανάθεση και εκτέλεση Δημοσίων Συμβάσεων, Εκπόνηση Μελετών και Παροχής Υπηρεσιών και άλλες διατάξεις», άρθρο 3, παρ. 4, ορίζεται ότι με απόφαση Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ μπορεί να καθορίζονται προδιαγραφές επάρκειας των τεχνικών υπηρεσιών όλων εν γένει των αναθετουσών αρχών για την προετοιμασία την διεξαγωγή της διαδικασίας ανάθεσης και τη διοίκηση της μελέτης ή έργου ανάλογα με το είδος, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των έργων. Ηδη έχει συσταθεί η επιτροπή επεξεργασίας για την επάρκεια των τεχνικών υπηρεσιών που αφορά βεβαίως και την πιστοποίηση των τεχνικών υπηρεσιών των ΟΤΑ, που θα βοηθήσει με σχετική συνδρομή συμβούλων να σχεδιάζει – δημοπρατεί και παρακολουθεί την υλοποίηση έργων ΣΔΙΤ.

 

Η αύξηση του κόστους διαχείρισης

Η εισαγωγή των ΣΔΙΤ θα συνοδευτεί από αύξηση του κόστους διαχείρισης των στερεών αποβλήτων. Μια ορισμένη αύξηση θα υπάρξει έτσι και αλλιώς, εφόσον το σημερινό κόστος της ταφής είναι υποκοστολογημένο και εξαιρετικά χαμηλό και η αναγκαία επεξεργασία είναι ακριβότερη. Είναι γνωστό ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία μίας σύμπραξης είναι να υπάρχει η δυνατότητα άντλησης πόρων κατά την λειτουργία του έργου. Οι  ιδιώτες δεν κάνουν δώρα, επομένως αν το έργο δεν έχει βιωσιμότητα και κερδοφορία τότε το εγχείρημα θα αποτύχει. Όμως η αναντίρρητη αλήθεια ότι ο ιδιώτης θέλει κέρδος δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη και ζημιά για το δημόσιο. Εξαρτάται από τους όρους εφαρμογής των συμπράξεων.

Το ουσιαστικό στοιχείο προφανώς είναι η γνώση του ΦοΔΣΑ σε σχέση με το πραγματικό κόστος των έργων και υπηρεσιών που περιλαμβάνονται σε μια διαδικασία ΣΔΙΤ. Αν το κόστος αυτό μπορεί να προσεγγισθεί με μια σχετική ακρίβεια, τότε υπάρχει ένα σημείο αναφοράς για να εκτιμηθεί αν η διαδικασία ΣΔΙΤ μπορεί να αποβεί επωφελής (υπό την έννοια της διασφάλισης του ίδιου αποτελέσματος με μικρότερο κόστος) ή όχι.

 

Κενά του θεσμικού πλαισίου

Υπάρχουν συγκεκριμένα κενά του θεσμικού πλαισίου που αν δεν καλυφθούν θα δυσκολέψουν την υλοποίηση έργων ΔΣΑ με ΣΔΙΤ. Τα σημαντικότερα είναι:

  • Το θολό θεσμικό πλαίσιο των ΦοΔΣΑ

  • Η απουσία ξεκάθαρων μηχανισμών χρηματοδότησης ιδιωτών από ΦοΔΣΑ

  •  Η έλλειψη ΚΥΑ σχετικής με τη στρατηγική για τα βιοαποδομήσιμα απόβλητα ανά περιφέρεια της χώρας

  •  Η έλλειψη σύγχρονων τεχνικών προδιαγραφών, πλαισίου λειτουργίας και δεικτών απόδοσης για τις μονάδες επεξεργασίας στερεών αποβλήτων, αλλά και για άλλες διαδικασίες ΔΣΑ που μπορούν να περιληφθούν σε ΣΔΙΤ όπως η καθαριότητα, η συλλογή και μεταφορά, η ανακύκλωση κλπ.

 

Η στάση του Ελληνικού κράτους

Δεν θα πρέπει να αγνοούνται δύο ακόμη σημαντικά θέματα, τα οποία και θα δυσκολέψουν την εφαρμογή των ΣΔΙΤ:

  • Το ελληνικό δημόσιο, με την στάση του απέναντι στους ΦοΔΣΑ, για δεκάδες χρόνια, έχει δημιουργήσει την μαζική αντίληψη ότι οι διαθέσιμοι πόροι είναι ανεξάντλητοι, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολη η συζήτηση για περιβαλλοντικές υπηρεσίες σχετικά υψηλού κόστους.

  •  Τα ελληνικό δημόσιο δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει έναν αξιόπιστο μηχανισμό ελέγχου της περιβαλλοντικής διάστασης και της απόδοσης των έργων, ο οποίος να εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες σχετικά με την επίτευξη των προδιαγραφών που θα τεθούν.

 

Εκτίμηση μεγέθους αγοράς

H Βιομηχανία ΔΣΑ είναι μεγάλη και διαρκώς αυξανόμενη στην Ευρώπη. Εκτιμάται ότι έχει έναν κύκλο εργασιών περίπου 100 δις € ετησίως (EU-25 κρατών ), με αυξητικούς ρυθμούς 3 % – 5%. Χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι ότι υπόκειται σε σημαντικές αλλαγές εξαιτίας της εξάρτησης της από το Ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο για την προστασία του περιβάλλοντος.

Σύμφωνα με τη EUROSTAΤ οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα έχουν αυξητικές τάσεις κατά 0,8% έναντι 0,6% του Δημόσιο τομέα, επί του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Οι προβλέψεις είναι ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις θα συνεχίσουν να έχουν αυξητικές τάσεις εξαιτίας κυρίως της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής και των υπερβολικών δαπανών που παρουσιάζει ο Δημόσιος τομέας.

Στη Μεγάλη Βρετανία η αύξηση των δαπανών κατά το 2004 εξαιτίας των ΣΔΙΤ ήταν κατά 125 % μεγαλύτερη από αυτή του 2003. Ο συνολικός αριθμός ΟΤΑ, που προωθούν έργα και υπηρεσίες ΔΣΑ με ΣΔΙΤ, ξεπέρασε τους 260. Για την περίοδο 2003-2006 η Κυβέρνηση χρηματοδότησε έργα ΔΣΑ ύψους 355 εκ. Λιρών. Σήμερα είναι εγκεκριμένα 16 έργα ύψους 627 εκ. στερλινών ενώ υπάρχουν 10 νέα έργα για ΔΣΑ στην διαδικασία των διαγωνισμών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τους Περιφερειακούς Σχεδιασμούς για το κόστος επένδυσης των απαιτούμενων μονάδων, αυτό ανέρχεται στα 700 - 900 εκ. Ευρώ.

 

Οι εμπειρίες μέχρι σήμερα

Οι μέχρι σήμερα προσπάθειες για την προώθηση έργων επεξεργασίας με κάποια μορφή που να προσιδιάζει στα ΣΔΙΤ (με διάφορους τρόπους συμμετοχής των ιδιωτών) σε έργα ΔΣΑ έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

  • Ελλιπής έως ανύπαρκτη προετοιμασία: σε αρκετές περιπτώσεις, κάτω από την πίεση πρακτικών αδιεξόδων στη λειτουργία των ΧΥΤΑ ή και κάτω από την επίδραση μιας ιδεοληψίας που εμφανίζει την αυτοχρηματοδότηση ως «θεραπεία για πάσα νόσο», προκηρύχθηκαν έργα χωρίς τη στοιχειώδη προετοιμασία, π.χ. χωρίς τη γνώση της σύστασης των αποβλήτων, χωρίς τεχνικο-οικονομικές μελέτες, χωρίς καμία κατεύθυνση για την τεχνολογία και το αποδεκτό κόστος. Δεν είναι τυχαίο ότι κανένας από αυτούς τους διαγωνισμούς δεν προχώρησε.

  •  Από άποψη θεσμικού πλαισίου, οι παραπάνω προκηρύξεις ήταν στα όρια της νομιμότητας, ενώ το θέμα της διασφάλισης της μεταφοράς πόρων προς τον πιθανό ανάδοχο ουδέποτε αντιμετωπίστηκε στα σοβαρά, παρά το γεγονός ότι είναι γνωστό πρόβλημα, εδώ και χρόνια.

  •  Στις παραπάνω συνθήκες, αρνητικό ρόλο έπαιξαν και ακόμα παίζουν μια σειρά από «πλασιέ» τεχνολογιών, οι οποίοι χωρίς να γνωρίζουν καν το αντικείμενο της ΔΣΑ και τις ιδιαιτερότητες που έχει, συστηματικά παραπλανούν την αγορά τάζοντας στην κυριολεξία «λαγούς με πετραχήλια» έναντι σχεδόν μηδενικού κόστους! Είναι χαρακτηριστικό ότι κυκλοφορούν έγγραφα στα οποία το κόστος συγκεκριμένων τεχνολογιών επεξεργασίας εμφανίζεται στην τάξη των 15 – 25 ευρώ / τόνο, με 100% αυτοχρηματοδότηση!

Ιδιαίτερη σημασία έχει να αναδειχθεί ότι οι μέχρι σήμερα προκηρύξεις για έργα ΔΣΑ με μορφές ΣΔΙΤ μπορούν χοντρικά να διαχωριστούν σε δύο κατηγορίες:

  • Προκηρύξεις οι οποίες είχαν σαφή προσανατολισμό, ως προς την επιθυμητή τεχνολογία, χωρίς αυτός ο προσανατολισμός να συνδέεται με συγκεκριμένους δείκτες επίδοσης (performance indicators) και κατανομή κινδύνων μεταξύ ιδιώτη και δημοσίου. Αυτού του είδους οι προκηρύξεις, ακόμα και αν έβγαζαν ανάδοχο, δεν θα μπορούσαν ποτέ να οδηγήσουν σε θετικό αποτέλεσμα από άποψη σχέσης ποιότητας – κόστους, εφόσον η ύπαρξη σημαντικών κενών στο πλαίσιο της συνεργασίας θα οδηγούσε στην ανάγκη πολλών εκ των υστέρων ερμηνειών, γεγονός που θα ήταν διαρκής αιτία προστριβών.
  • Προκηρύξεις που ζητούσαν γενικώς προτάσεις επεξεργασίας, χωρίς κάποιον προσανατολισμό ως προς τις επιθυμητές τεχνολογίες και το αποδεκτό κόστος και χωρίς κριτήρια αξιολόγησης που να μπορούν να αποτυπώσουν, ποσοτικά και ποιοτικά, τις τεράστιες μεταξύ των εναλλακτικών τεχνολογιών επεξεργασίας αποβλήτων. Αυτού του είδους οι προκηρύξεις δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν, ουσιαστικά, στο καθήκον της τόσο σύνθετης αξιολόγησης (τεχνικής, περιβαλλοντικής και οικονομικής) και εκ των πραγμάτων ή θα εκφυλλίζονταν στην επιλογή της φθηνότερης πρότασης ή δεν θα κατέληγαν σε ανάδειξη αναδόχου. Προφανώς και σε αυτή την περίπτωση δεν είναι εφικτό να δημιουργηθεί ένα ουσιαστικό πλαίσιο που θα εγγυάται την αποτελεσματικότητα του έργου, εφόσον ο φορέας που δημοπρατεί δεν γνωρίζει τι θέλει και προσπαθεί να το βρει μέσω τρίτων (των υποψήφιων αναδόχων).
 

Οι αλλαγές που απαιτούνται στη διαδικασία σχεδιασμού

Η υλοποίηση έργων ΔΣΑ με ΣΔΙΤ συνεπάγεται σημαντικές αλλαγές στον τρόπο προετοιμασίας των έργων. Τρεις είναι οι σημαντικότερες:

  • Η ανάγκη συστηματικής και λεπτομερούς τεκμηρίωσης της αναγκαιότητας της ΣΔΙΤ

  •  Η μετατόπιση του κέντρου βάρους από τον λεπτομερή σχεδιασμό στα συγκεκριμένα αποτελέσματα που επιδιώκονται.

  •  Η ανάλυση των πιθανών κινδύνων και η κατανομή τους με συγκεκριμένο τρόπο μεταξύ Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα.

Σε κάθε έργο ΔΣΑ που ενδέχεται να προωθηθεί με ΣΔΙΤ, θα πρέπει να βρεθεί η ισορροπία μεταξύ της ελκυστικότητάς του για την κοινωνία (η άποψη των τοπικών φορέων για την σκοπιμότητα του έργου – εξωτερικές οικονομίες από την υλοποίηση του) και του ιδιωτικού τομέα (χρηματοοικονομική ανάλυση του έργου με βάση τα κριτήρια του ιδιωτικού τομέα).

Η απόφαση για το αν θα πρέπει να γίνει σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα, ποια μορφή θα πρέπει να έχει, για ποιες υπηρεσίες και με τι κόστος χρειάζεται πολύ σοβαρή τεκμηρίωση, μέσω μίας ολοκληρωμένης μελέτης σκοπιμότητας.

Μια τέτοια μελέτη περιλαμβάνει τόσο περιβαλλοντικές όσο και οικονομικές αξιολογήσεις και έχει σαν στόχο να απαντηθούν τα ακόλουθα ερωτήματα:

 

1. Ποια είναι τα προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν με σύμπραξη με ιδιώτες;

Ουσιαστικά σε αυτό το σημείο πρέπει να προσδιοριστεί ακριβώς το πεδίο ή τα πεδία δραστηριοτήτων της σύμπραξης. Ο ακριβής προσδιορισμός πρέπει να περιλαμβάνει ποσοτικούς προσδιορισμούς του προβλήματος (π.χ. ποσότητες και σύσταση αποβλήτων για την περίπτωση μονάδας επεξεργασίας, ελάχιστες και μέγιστες απαιτήσεις κλπ) αλλά και ποσοτικούς στόχους (π.χ. ποσοστά εκτροπής ή ανακύκλωσης, ποσοστό κάλυψης αποκομιδής, ελάχιστες και μέγιστες απαιτήσεις κλπ).

 

2. Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις αν δεν επιλυθεί το πρόβλημα;

Το σημείο αυτό το μέτρο της αναγκαιότητας να επενδυθούν πόροι για την επίλυση ενός συγκεκριμένου προβλήματος. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναλυθούν οι περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις του σεναρίου στο οποίο δεν αναλαμβάνεται καμία δράση για την επίλυση του προβλήματος

 

3. Ποιοι είναι οι τρόποι για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα; Ποιος είναι πιο κατάλληλος για τα χαρακτηριστικά των εξυπηρετούμενων;

Η καλή προετοιμασία της σύμπραξης προϋποθέτει ένα ουσιαστικό «κοσκίνισμα» των τεχνικών επιλογών έτσι ώστε οι επιλογές που τελικά θα μείνουν να είναι σχετικά παρεμφερείς. Με τον τρόπο αυτό, κατά την διαδικασία διενέργειας του διαγωνισμού η αξιολόγηση και η επιλογή θα γίνει μεταξύ σχετικά παρεμφερών λύσεων, επομένως η διαπραγμάτευση θα είναι πιο εύκολη και πιο στοχοπροσηλωμένη στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και στο κοστολόγιο.

 

4. Ποιοι είναι οι πόροι που ο φορέας διαχείρισης μπορεί να διαθέσει για την αντιμετώπιση του προβλήματος; Ποια τα προσδοκώμενα οφέλη;

Ο ΦοΔΣΑ θα πρέπει να προσδιορίσει, με βάση τα περιουσιακά του στοιχεία, τα τέλη που εισπράττει και τον προγραμματισμό δαπανών του κλπ ποια θα είναι η συνεισφορά του στη σύμπραξη με τον ιδιώτη. Χαρακτηριστικά ελάχιστα ερωτήματα: α) θα καταβάλλει τέλη και μέχρι ποιου ποσού β) θα συνεισφέρει με γη και εξοπλισμό γ) θα συνεισφέρει με προσωπικό;

 

5. Ποια είναι η μορφή ή οι μορφές της σύμπραξης που διευκολύνει περισσότερο στην συγκεκριμένη περίπτωση;

 

6. Ποια είναι τελικά η επιδιωκόμενη λύση;

 

Οι υπηρεσίες διαχείρισης στερεών αποβλήτων, ανεξάρτητα από το αν γίνονται μέσω ΣΔΙΤ, είναι υπηρεσίες άμεσου δημοσίου συμφέροντος διότι

α) συσχετίζονται άμεσα με το κοινό καλό, στην ευρεία αλλά και στην περιορισμένη έννοια του

β) τα οφέλη από αυτές αφορούν πολύ περισσότερο πληθυσμό από αυτόν που άμεσα τις απολαμβάνει (προστασία περιβάλλοντος

γ) το αποτέλεσμα τους είναι σε όφελος όλων χωρίς αυτό σημαίνει μείωση των ατομικών οφελών.

Επομένως, η επιλογή διαδικασίας ΣΔΙΤ δεν πρέπει και δεν μπορεί να συνεπάγεται ότι ο φορέας διαχείρισης μεταβιβάζει το σύνολο της ευθύνης στους ιδιώτες. Αντίθετα, ο φορέας διαχείρισης διατηρεί ακέραια την ευθύνη για τον καθορισμό και την επιλογή των στόχων, τον προσδιορισμό, υπό την ιδιότητα του συλλογικού αγοραστή υπηρεσιών, του απαιτούμενου επιπέδου εξυπηρέτησης και των πόρων που μπορούν να διατεθούν για αυτές, τις προδιαγραφές ποιότητας, αποδοτικότητας και τις τεχνικές προδιαγραφές καθώς και τον έλεγχο της τήρησης αυτών των προδιαγραφών.

Με διαφορετικά λόγια, ο φορέας διαχείρισης, συμπράττοντας με τον ιδιωτικό τομέα επικεντρώνει το ενδιαφέρον και την προσοχή του στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και τον έλεγχο αυτού και όχι τόσο στον τρόπο επίτευξής του, ο οποίος αποτελεί ευθύνη του ιδιώτη. Για να γίνει αυτό, πρέπει να είναι εφικτή η ποσοτική περιγραφή του επιδιωκόμενου αποτελέσματος με κατάλληλους δείκτες επίδοσης (performance indicators), έτσι ώστε να είναι μετρήσιμη και η απόδοση του αναδόχου: η υπερκάλυψη των σχετικών δεικτών ενδέχεται να οδηγεί σε επιβραβεύσεις ενώ μη κάλυψή τους, πρέπει να συνδέεται με ρήτρες.

 

Ανάλυση και κατανομή κινδύνων

Η κατανομή κινδύνων (Risk Allocation) έχει καθοριστική σημασία για τις ΣΔΙΤ και αναλαμβάνονται από την πλευρά που είναι σε καλύτερη θέση να τους διαχειριστεί. Ο κίνδυνος είναι θεμελιώδες γνώρισμα οποιασδήποτε ΣΔΙΤ και επηρεάζει ουσιαστικά το κόστος του έργου. Η ανάλυση κινδύνων δίδει την απάντηση για το αν θα ξεκινήσει ένα έργο και κυρίως ποιος τύπος παραχώρησης θα επιλεχθεί. Οι κίνδυνοι είναι παρόντες καθ΄ όλη τη διάρκεια ζωής ενός έργου και εξελίσσονται σε φύση και σε ένταση και τείνουν να ελαττώνονται με το χρόνο. Τρία είδη κινδύνων μπορούν να διακριθούν:

  • Ο τεχνικός κίνδυνος (technical risk) αφορά τη κατασκευή και τις λειτουργικές φάσεις και προσδιορίζεται σχετικά εύκολα.

  •  Οι οικονομικοί και οι χρηματικοί κίνδυνοι (economic and financial) αφορούν την κατασκευή και τις λειτουργικές φάσεις και προσεγγίζονται πιο δύσκολα διότι αφορούν μεγαλύτερες χρονικές περιόδους.

  •  Ο εμπορικός κίνδυνος (commercial risk) τέλος προκύπτει από τους δασμούς και την κίνηση ή από την επιχειρηματική εκμετάλλευση μίας ΣΔΙΤ . 

Τα έργα διαχείρισης στερεών αποβλήτων, ειδικά δε τα έργα επεξεργασίας και ανακύκλωσης είναι έργα με σημαντικές δυσκολίες σε όλο τον κύκλο ζωής τους. Οι δυσκολίες ξεκινούν από τις χωροθετήσεις, συνεχίζονται με τις χρονοβόρες διαδικασίες έκδοσης αδειών και ακολουθούν το έργο σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του.

Ένα καθοριστικό στοιχείο για την επιτυχία ενός έργου ΣΔΙΤ είναι η σωστή κατανομή των κινδύνων μεταξύ των συμπραττόντων μερών, ειδικότερα δε μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Το κύριο θέμα σε αυτή την περίπτωση είναι η διαχείριση του κινδύνου να αναληφθεί από εκείνο το μέρος της σύμπραξης που έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχούς αντιμετώπισης.

Επιπλέον, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι πρέπει και να προβλεφθούν και να περιγραφεί ο τρόπος αντιμετώπισής αυτών.

Ένας κλασσικός τρόπος αστοχίας ενός έργου ΣΔΙΤ είναι η ανάληψη του συνόλου των κινδύνων από το Δημόσιο. Στην περίπτωση αυτή, η διαδικασία ΣΔΙΤ εκφυλλίζεται σε διαδικασία δανεισμού του Δημοσίου από ιδιώτες κάτι προφανώς μη επιθυμητό, εφόσον η σύμπραξη δεν έχει προστιθέμενη αξία.

 

Συμπεράσματα - προτάσεις

Οι διαδικασίες ΣΔΙΤ αποτελούν άλλον ένα τρόπο υλοποίησης έργων και για να είναι αποτελεσματικές προϋποθέτουν υψηλό επίπεδο προετοιμασίας και ισχυρούς φορείς υλοποίησης – διαχείρισης των έργων. Η υιοθέτηση διαδικασίας ΣΔΙΤ πρέπει πάντα να τεκμηριώνεται σε σχέση με την υλοποίηση έργων με πιο κλασσικές μεθόδους και να υιοθετείται μόνο εάν έχει πράγματι πρόσθετη αξία. Με δεδομένο ότι το σχετικό μέγεθος της αγοράς εκτιμάται μεταξύ 700-900 εκ. ευρώ, αναμένεται σημαντικό ενδιαφέρον επενδυτών για τα έργα επεξεργασίας στερεών αποβλήτων, παρά το γεγονός ότι αυτά εκ των πραγμάτων θεωρούνται υψηλού ρίσκου.

Επομένως, υπάρχει πεδίο για την υλοποίηση έργων και υπηρεσιών ΔΣΑ με διαδικασίες ΣΔΙΤ, ωστόσο υπάρχουν και σημαντικοί ανασταλτικοί παράγοντες, με κυριότερους το θεσμικό πλαίσιο και την κατάσταση των ΦοΔΣΑ. Η εμπειρία από παρεμφερείς με ΣΔΙΤ προσπάθειες που έγιναν μέχρι σήμερα σε έργα επεξεργασίας ΔΣΑ – καμία εκ των οποίων δεν ευδοκίμησε – υπογραμμίζει την ανάγκη ολοκληρωμένης προετοιμασίας του συμβατικού πλαισίου, αλλά και τη σημασία του σαφούς προσανατολισμού του ΦοΔΣΑ ως προς τις επιθυμητές λύσεις.

Ο χαρακτήρας της προετοιμασίας των έργων που θα γίνουν με ΣΔΙΤ μεταβάλλεται, σε σχέση με την προετοιμασία έργων που προετοιμάζονται με πιο κλασσικούς τρόπους. Οι μεταβολές είναι πολύ σημαντικές και εστιάζονται:

  1. Στην ανάγκη συστηματικής και λεπτομερούς τεκμηρίωσης της αναγκαιότητας της ΣΔΙΤ

  2.  Στη μετατόπιση του κέντρου βάρους από τον λεπτομερή σχεδιασμό στα συγκεκριμένα αποτελέσματα που επιδιώκονται.

  3. Στην ανάλυση των πιθανών κινδύνων και την κατανομή τους με συγκεκριμένο τρόπο μεταξύ Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα.

Μια σειρά από ενέργειες προτείνονται, ως ελάχιστες προϋποθέσεις, για να διευκολυνθεί η υιοθέτηση των ΣΔΙΤ στα έργα ΔΣΑ:

  1. Η έκδοση ενός συμπληρωματικού πλαισίου διαγωνιστικής διαδικασίας που να εξειδικεύεται σε έργα και υπηρεσίες ΔΣΑ, μέσα στα πλαίσια του νόμου για τις ΣΔΙΤ

  2. Η σύνταξη πρότυπου μοντέλου σύμβασης γενικά για όλα τα έργα / υπηρεσίες ΣΔΙΤ στη ΔΣΑ που θα έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους προετοιμασίας και συμμετοχής σε διαγωνισμούς.

  3. Ο εκσυγχρονισμός το θεσμικού πλαισίου των ΦοΔΣΑ και η αντιμετώπιση του προβλήματος της μεταφοράς πόρων προς ιδιώτες

  4. Η διαμόρφωση πρότυπων δεικτών επίδοσης ανά έργο ή και υπηρεσία ΔΣΑ για να προωθηθούν αποτελεσματικές συμπράξεις και να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου

  5. Η δημιουργία προϋποθέσεων μεταφοράς προσωπικού από το Δημόσιο προς τις συμπράξεις για έργα και παροχή υπηρεσιών – κάτι τέτοιο θα ανεβάσει τη διαπραγματευτική ικανότητα του Δημόσιου τομέα

  6. Η θέσπιση προδιαγραφών ανακυκλώσιμων υλικών καθώς και προϊόντων επεξεργασίας στερεών αποβλήτων για να διαμορφωθεί ένα νέο, ανταγωνιστικό πλαίσιο της σχετικής αγοράς

  7. Η τροποποίηση της ΚΥΑ 114218/ ΦΕΚ 1016/Β/17-11-1997/ Κατάρτιση πλαισίου Προδιαγραφών και γενικών προγραμμάτων διαχείρισης στερεών αποβλήτων με την υιοθέτηση σύγχρονων προδιαγραφών (και όχι τεχνικών περιγραφών) και την επέκτασή της στο σύνολο των έργων και υπηρεσιών ΔΣΑ (π.χ. οδοκαθαρισμός, συλλογή κλπ)