Εάν είστε οπαδός του Donald Trump - ή του Jair Bolsonaro στη Βραζιλία ή του Matteo Salvini στην Ιταλία - πιθανώς πιστεύετε ότι η δημοκρατία είναι σε καλύτερη κατάσταση από ποτέ.

Οι τελευταίες εκλογές σε αυτές τις χώρες δεν χρησίμευσαν μόνο για την απομάκρυνση των ελίτ των συμβατικών κομμάτων. Οι ψηφοφόροι πήγαν στις κάλπες και εξέλεξαν μή συστημικούς υποψηφίους που υποσχέθηκαν να μεταμορφώσουν τα πολιτικά τους συστήματα. Αυτό καταδεικνύει ότι το σύστημα, ότι η ίδια η δημοκρατία, δεν είναι νοθευμένη υπέρ της «βαθιάς πολιτείας» ή της παγκόσμιας ελίτ του Μπίλντερμπεργκ - ή των απλών, συνηθισμένων αρχηγών της κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς.

Επιπλέον, από την οπτική γωνία του λαϊκίστη ψηφοφόρου, αυτοί οι μή συστημικοί συνέχισαν να παίζουν με τους δημοκρατικούς κανόνες. Προωθούν συγκεκριμένες νομοθετικές πράξεις. Κάνουν κάθε είδους πολιτικούς και δικαστικούς διορισμούς. Προσπαθούν να κινήσουν την οικονομία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αντιστέκονται στις εξωτερικές δυνάμεις που απειλούν να υπονομεύσουν την εθνική κυριαρχία, το υπόβαθρο κάθε δημοκρατικού συστήματος.

Σίγουρα, αυτοί οι μή συστημικοί ηγέτες ενδέχεται να κάνουν υπερβολικές δηλώσεις. Μπορεί να λένε και κάποια ψέματα. Ενδεχομένως να επιδίδονται και σε λίγη δημαγωγία. Αλλά οι πολιτικοί πάντα λειτουργούσαν με αυτό τον τρόπο.

Δεν χρειάζεται να είστε οπαδός των δεξιών λαϊκιστών για να πιστέψετε ότι η δημοκρατία βρίσκεται σε καλά χέρια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μόλις διεξήγαγε εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η προσέλευση ήταν πάνω από 50 τοις εκατό, η υψηλότερη εδώ και δύο δεκαετίες. Αληθεύει ότι οι δεξιοί λαϊκιστές αύξησαν το μερίδιό τους από το ένα πέμπτο στο ένα τέταρτο της αίθουσας, με το κόμμα της Marine Le Pen να βγαίνει στην κορυφή στη Γαλλία, η Liga του Salvini να κατέχει την πρώτη θέση στην Ιταλία και το κόμμα Brexit του Nigel Farage να κερδίζει στο Ηνωμένο Βασίλειο . Από την άλλη πλευρά του φάσματος, οι Πράσινοι ήρθαν δεύτεροι στη Γερμανία και αύξησαν το μερίδιό τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από 7 σε 9 τοις εκατό. Και για πρώτη φορά, δύο πανευρωπαϊκά κόμματα κατέβασαν υποψηφίους. Το Κίνημα για τη Δημοκρατία στην Ευρώπη 2025 (DiEM 25) έλαβε πάνω από 1,4 εκατομμύρια ψήφους (αλλά απέτυχε να κερδίσει κάποιες έδρες).

Ή ίσως είστε ακτιβιστής που αγωνίζεται για δημοκρατία σε ένα αυταρχικό κράτος. Σε ορισμένες χώρες, έχετε λόγο να είστε ικανοποιημένοι. Μόλις καταφέρατε να απομακρύνετε τον επί χρόνια ηγέτη του ταλαιπωρημένου Σουδάν. Μόλις ξεφορτωθήκατε τον παλιό, άρρωστο, διεφθαρμένο ηγέτη της Αλγερίας. Έχετε δει κάποια σημαντικά βήματα προς τα εμπρός όσον αφορά τον μεγαλύτερο πολιτικό πλουραλισμό στην Αιθιοπία, στη Μαλαισία, στο Μεξικό.

Μπορείτε να διαλέξετε τέτοια παραδείγματα και προοπτικές για να τεκμηριώσετε ότι ο κόσμος συνεχίζει να πορεύεται προς ένα πιο δημοκρατικό μέλλον, έστω και γίνονται δύο βήματα μπροστά και ένα βήμα πίσω.

Όμως κάνετε λάθος. Η δημοκρατία αντιμετωπίζει μια παγκόσμια κρίση. Και αυτή η κρίση δεν θα μπορούσε να έρχεται σε χειρότερη στιγμή.

 

Το τέταρτο κύμα της δημοκρατίας

Το 1991 ο πολιτικός επιστήμονας Samuel Huntington δημοσίευσε το πολύ-συζητημένο βιβλίο του, Το Τρίτο Κύμα (The Third Wave). Μετά από ένα πρώτο κύμα εκδημοκρατισμού τον δέκατο ένατο αιώνα και ένα δεύτερο κύμα μετά τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο, υποστήριξε ο Huntington, ένα τρίτο κύμα άρχισε να σαρώνει τον κόσμο με την ανατροπή της δικτατορίας στην Πορτογαλία το 1974 μέχρι την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη και την πτώση του απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική.

Ήταν η εποχή που ο Francis Fukuyama και άλλοι μιλούσαν για την αναπόφευκτη εξάπλωση της δημοκρατίας – μαζί με την ελεύθερη οικονομία - σε κάθε γωνιά της γης. Η δημοκρατική πολιτική φαινόταν να είναι ένα αναπόσπαστο στοιχείο της νεωτερικότητας. Καθώς οι χώρες φτάνουν ένα συγκεκριμένο οικονομικό, κοινωνικό και τεχνολογικό κατώφλι, ένας πιο μορφωμένος και οικονομικά επιτυχημένος πληθυσμός απαιτεί μεγαλύτερη πολιτική συμμετοχή.

Φυσικά, η δημοκρατία δεν έρχεται ως βραβείο όταν μια χώρα επιτυγχάνει ένα ορισμένο επίπεδο ΑΕΠ. Οι κινήσεις της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίες συχνά επικουρούνται από τους μεταρρυθμιστές των κυβερνήσεων, πιέζουν για ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, μεγαλύτερη διαφάνεια της κυβέρνησης, ίσα δικαιώματα για τις μειονότητες κ.ο.κ.

Μερικές φορές, και εξωτερικοί παράγοντες διαδραματίζουν ρόλο - παρέχοντας κατάρτιση ή χρηματοδότηση για αυτές τις κινήσεις της κοινωνίας των πολιτών. Μερικές φορές, τα δημοκρατικά έθνη επιβάλλουν κυρώσεις στις αντιδημοκρατικές κυβερνήσεις για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μερικές φορές πιο επιθετικοί παράγοντες, όπως οι νεοσυντηρητικοί των ΗΠΑ στη δεκαετία του 2000, πιέζουν για στρατιωτική παρέμβαση για την υποστήριξη μιας αλλαγής καθεστώτος (φαινομενικά προς μια δημοκρατική αλλαγή), όπως συνέβη στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Λιβύη.

Ωστόσο, η άποψη του εκδημοκρατισμού δια της οικονομικής ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού έχει πάρα πολλές εξαιρέσεις για να παραμείνει αξιόπιστη. Τόσο η Κίνα όσο και η Σαουδική Αραβία λειτουργούν σε υψηλό οικονομικό επίπεδο χωρίς δημοκρατία. Η Ρωσία και η Τουρκία, και οι δύο σύγχρονες χώρες, δεν είναι από τα πιο ελεύθερα κράτη. Από τις χώρες που γνώρισαν τις επαναστάσεις της Αραβικής Άνοιξης το 2011, μόνο η Τυνησία κατόρθωσε να διατηρήσει μια δημοκρατία - καθώς ο εμφύλιος πόλεμος διέλυσε τη Λιβύη, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα εκτόπισε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση στην Αίγυπτο, ο Bashar al-Assad αντιμετώπισε διάφορες προκλήσεις στη Συρία και τα κράτη του Κόλπου καταπιέζουν κάθε μαζικό κίνημα.

Πιο πρόσφατα, με τη στήριξη της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΑΕ, ο στρατός στο Σουδάν χρησιμοποίησε βία για να απαντήσει στις απαιτήσεις των ακτιβιστών της δημοκρατίας να μεταφερθεί η διακυβέρνηση σε πολιτικά χέρια. Στην Αλγερία, ο στρατός δεν έχει καταφύγει στη βία, αλλά εξακολουθεί να είναι στα πράγματα.

Αν κάνετε μερικά βήματα πίσω για να αποκτήσετε μια ευρύτερη εικόνα, η υποχώρηση της δημοκρατίας φαίνεται να είναι μια παγκόσμια τάση. Για παράδειγμα, δείτε την άποψη των Nic Cheeseman και Jeffrey Smith για τις χώρες της Αφρικής, όπως δημοσιεύτηκε στο Foreign Affairs:

Στην Τανζανία, ο Πρόεδρος Τζον Μαγκούφλι διώκει την αντιπολίτευση και λογοκρίνει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ο ομόλογός του από την Ζάμπια, Πρόεδρος Έντγκαρ Λούνγκου, συνέλαβε πρόσφατα τον βασικό ηγέτη της αντιπολίτευσης με κατηγορίες για προδοσία και επιδιώκει να παρατείνει την παραμονή του στην εξουσία σε τρίτη θητεία. Αυτό αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη τάση. Σύμφωνα με το think tank Freedom House, μόνο το 11% της ηπείρου είναι πολιτικά "ελεύθερο" και το μέσο επίπεδο δημοκρατίας, όπως αυτό εκφράζεται από το σεβασμό των πολιτικών δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών, μειώθηκε σταθερά τα τελευταία 14 χρόνια.

Ή να ρίξουμε μια ματιά στη Νοτιοανατολική Ασία, μέσω του Josh Kurlantzick:

Η κυβέρνηση της Καμπότζης μεταμορφώθηκε από ένα αυταρχικό καθεστώς όπου υπήρχε ακόμα (ελάχιστος) χώρος για τα κόμματα της αντιπολίτευσης σε ένα πλήρως μονοκομματικό καθεστώς. Η χούντα της Ταϊλάνδης συνέχισε να καταπιέζει τον πληθυσμό, προσπαθώντας να ελέγξει την πορεία προς τις εκλογές που είχαν προγραμματιστεί για τον Φεβρουάριο του 2019. Η κυβέρνηση της Μυανμάρ συνέχισε να αντιτίθεται σε μια πραγματική έρευνα για τα εικαζόμενα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στο Rakhine παρά τις σημαντικές διεθνείς πιέσεις. Ακόμα και στην Ινδονησία, ένα από τα πιο ελεύθερα κράτη στην περιοχή, η κυβέρνηση Τζοκόυι έχει δίχνει ανησυχητικά σημάδια ολοένα και πιο αυταρχικών τάσεων.

Ή μήπως η εκτίμηση αυτή της Λατινικής Αμερικής από τη The Washington Post πέρυσι (πριν από τις εκλογές της Βραζιλίας):

Η Βραζιλία δεν είναι η μοναδική λατινοαμερικανική χώρα με ταραγμένη πολιτική. Η δημοκρατία κατέρρευσε στη Νικαράγουα και τη Βενεζουέλα και αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα σε χώρες όπως η Βολιβία και η Ονδούρα. Στο Ελ Σαλβαδόρ, τη Γουατεμάλα, την Ονδούρα και το Μεξικό, όπως και στη Βραζιλία, οι εγκληματικές οργανώσεις κυβερνούν τα φτωχότερα μέρη πολλών πόλεων, αποδυναμώνουν τη δημοκρατία και υπονομεύουν το κράτος δικαίου.

Τα κύματα κινούνται προς δύο κατευθύνσεις. Και η τέταρτη δημοκρατική παλίρροια φαίνεται να πηγαίνει προς λάθος κατεύθυνση.

Η έκθεση του Freedom House το 2019, με τίτλο "Η δημοκρατία σε υποχώρηση" (Democracy in Retreat), καταγράφει 13 χρόνια αρνητικής πορείας. Το Ινστιτούτο V-Dem στη Σουηδία, στην έκθεσή του του 2019 σχετικά με την κατάσταση της παγκόσμιας δημοκρατίας, προσδιορίζει ένα "τρίτο κύμα απολυταρχισμού" που πλήττει 24 χώρες (συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Intelligence Unit του Economist είναι κάπως πιο αισιόδοξη, υποστηρίζοντας ότι "η υποχώρηση της παγκόσμιας δημοκρατίας έληξε το 2018", όμως αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από το γεγονός ότι η κατάσταση της δημοκρατίας απλά δε χειροτέρεψε σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

 

Το δίλημμα της δημοκρατίας

Σε άλλα άρθρα έχω αναπτύξει εκτενώς τον τρόπο με τον οποίο ο Donald Trump υπονόμευσε τη δημοκρατία των ΗΠΑ με τη ρητορική του, τους διορισμούς του, τις επιθέσεις του στον Τύπο, τις ενέργειές του, τις ιδιοτελείς οικονομικές αποφάσεις του κ.ο.κ. Έχω συνδέσει τις επιθέσεις κατά της δημοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες με τις απολυταρχικές τάσεις στην Ανατολική-Κεντρική Ευρώπη από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Έχω συγκρίνει την πολιτική του Trump με τις μαξιμαλιστικές φιλοδοξίες της Narendra Modi στην Ινδία, του Benjamin Netanyahu στο Ισραήλ, του Mohammed bin Salman στη Σαουδική Αραβία και του Βλαντιμίρ Πούτιν στη Ρωσία.

Ίσως είναι ένα θετικό σημάδι ότι ένας μή συστημικός υποψήφιος κέρδισε τις εκλογές του 2016 (αφήνοντας στην άκρη προς το παρόν τη ρωσική παρέμβαση). Εάν το κατάφερε ο Donald Trump, ίσως μπορεί και ο Bernie Sanders ή το Κόμμα των Πράσινων. Μια άλλη πολιτική είναι πράγματι δυνατή. Αλλά όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του Trump είναι βαθιά αντιδημοκρατικά.

Ακόμη χειρότερα, είναι μέρος μιας πιο γενικής τάσης.

Τα προβλήματα της δημοκρατίας δεν προέρχονται απλώς από τους στρατηγούς που κατέχουν την εξουσία (όπως στην Ταϊλάνδη ή την Αίγυπτο), τους αντιδημοκρατικούς ηγέτες που εδραιώνονται στην εξουσία (όπως ο Xi Jinping στην Κίνα) ή τους ηγέτες που αποδυναμώνουν τους θεσμούς της δημοκρατικής διακυβέρνησης (όπως ο Victor Orban στην Ουγγαρία, ο Daniel Ortega στη Νικαράγουα , Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία, ή Ροντρίγκο Ντουτέρτε στις Φιλιππίνες).

Με άλλα λόγια, τα προβλήματα της δημοκρατίας δεν οφείλονται μόνο σε αυτούς που την επιβουλεύονται. Υπάρχει μια βαθύτερη φλέβα λαϊκής δυσαρέσκειας. Σύμφωνα με την έρευνα του Pew από το 2018, η πλειονότητα των ανθρώπων (από 27, επισήμως,  δημοκρατικές χώρες) είναι δυσαρεστημένοι με τη δημοκρατία. Και έχουν δίκιο. Είναι αηδιασμένοι από τη διαφθορά των εκλεγμένων ηγετών. Είναι δυσαρεστημένοι με τις οικονομικές πολιτικές που συνεχίζουν να διευρύνουν το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Καταλογίζουν στους πολιτικούς ότι δεν ανταποκρίθηκαν με επαρκή ταχύτητα σε παγκόσμια προβλήματα όπως η κλιματική αλλαγή ή το μεταναστευτικό.

Με όρους πληροφορικής, ακόμη και στις θεωρούμενες προηγμένες δημοκρατίες, το πολιτικό λογισμικό έχει ξεπερασθεί, είναι γεμάτο σφάλματα και ιούς, ευπρόσβλητο από hackers. Με απλά λόγια η δημοκρατία έχει ανάγκη από ένα πλήρες update για να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις.

Για παράδειγμα, οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν κατάφεραν να ελέγξουν τη ροή κεφαλαίων, νόμιμων και παράνομων, που αποτελεί το κυκλοφορικό σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας. Η διαφθορά που περιγράφεται στα Panama Papers, το Russian Laundromat και στο σκάνδαλο Odebrecht, μεταξύ άλλων, αποκαλύπτει πόσο αδύναμοι είναι οι μηχανισμοί ελέγχου της δημοκρατίας. Τα όργανα παρακολούθησης - τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι κυβερνητικές αρχές – προσπαθούν ανεπιτυχώς να παρακλουθήσουν τους ρυθμούς με τους οποίους ο χρηματοπιστωτικός κόσμος δημιουργεί νέα μέσα για την "παραγωγή" του πλούτου και οι εγκληματίες εφευρίσκουν νέες απάτες για να κλέψουν τον πλούτο.

Το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν χαιρετιστεί ως μεγάλες ευκαιρίες για βελτίωση της δημοκρατίας. Τα κράτη μπορούν να οργανώσουν ηλεκτρονικά δημοψηφίσματα για να ενθαρρύνουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών. Οι ακτιβιστές της δημοκρατίας μπορούν να χρησιμοποιήσουν το Twitter για να οργανώσουν και να συντονίσουν διαδηλώσεις απλά με ένα hashtag. Αλλά η ταχύτητα των νέων τεχνολογιών δημιουργεί επίσης προσδοκίες στο εκλογικό σώμα. Οι πολίτες αναμένουν άμεσες απαντήσεις στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τα κείμενα, τις αναζητήσεις στο διαδίκτυο και τις υπηρεσίες συνεχούς ροής. Αλλά οι κυβερνήσεις φαίνεται να έχουν κολλήσει στην εποχή του dial-up. Η εισαγωγή νέας νομοθεσίας καθυστερεί. Οι αναμονές στη διεκπεραίωση διαφόρων υποθέσεων που σχετίζονται με το κράτος είναι μακρές και απογοητευτικές.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η βραδύτητα της αντίδρασης των κυβερνήσεων δεν είναι απλά και μόνο ενοχλητική.

Η τελευταία έκθεση της IPCC δείχνει ότι ο κόσμος έχει μόνο δώδεκα χρόνια να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή προτού να είναι πολύ αργά. Η αργή διπλωματική προσπάθεια που οδήγησε στη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, η οποία ήταν η ανεπαρκής απάντηση στην κρίση, ανατράπηκε από τα αποτελέσματα της αμερικανικής δημοκρατίας.

Δεν είναι λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι κλίνουν προς τους ακρο-δεξιούς πολιτικούς που υπόσχονται γρήγορα αποτελέσματα και εύκολες λύσεις, όσο απατηλές κι αν είναι αυτές οι υποσχέσεις. Με άλλα λόγια αυτοί οι ηγέτες προσπαθούν να προσελκύσουν τους πολίτες προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα σε σχέση με τις καθυστερήσεις και την "ακαταστασία" της δημοκρατίας. Οι ακροδεξιοί λαϊκιστές είναι μηχανισμοί καταστροφής των υπαρχόντων δομών.

Δεν υπάρχουν εγχειρίδια οδηγιών για τον τρόπο επισκευής και αποκατάστασης του εξοπλισμού και του λογισμικού ταυτόχρονα, για παράδειγμα για τον τρόπο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής παράλληλα με την αναδιοργάνωση των πολιτικών συστημάτων που μέχρι σήμερα δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Αλλά η δημοκρατία χρειάζεται σίγουρα μια επανεκκίνηση. Οι ακρο-δεξιοί λαϊκιστές έχουν παρουσιάσει τη δική τους ανελεύθερη λύση. Όμως, παρά τις υποσχέσεις και τα λόγια, αυτές οι «λύσεις» δεν είναι αποτελεσματικές, ούτε για την κλιματική αλλαγή, ούτε για τους πρόσφυγες, ούτε για το εμπόριο, ούτε για διεθνείς κρίσεις όπως με το Ιράν, τη Βόρεια Κορέα ή τη Βενεζουέλα.

Είναι λοιπόν η ώρα οι υπόλοιποι απο εμάς να μαζέψουμε τα μανίκια μας και να λερώσουμε τα χέρια μας.

πηγή: Foreign Policy in Focus

Ο John Feffer είναι ο διευθυντής του Foreign Policy In Focus και συγγραφέας του δυστοπικού μυθιστορήματος Frostlands.