Στους δυτικούς στρατιωτικούς κύκλους, είναι συχνές οι αναφορές στην «ισορροπία δυνάμεων» - τη διάταξη των αρμάτων μάχης, των αεροπλάνων, των πλοίων, των πυραύλων και των σχηματισμών μάχης στις αντίπαλες πλευρές κάθε σύγκρουσης.

Εάν η μία πλευρά έχει διπλάσια πολεμικά μέσα από τον αντίπαλό της και οι ηγετικές ικανότητες σε κάθε πλευρά είναι περίπου ίσες, θα πρέπει να κερδίσει.

Με βάση αυτό το σκεπτικό, οι περισσότεροι δυτικοί αναλυτές υπέθεσαν ότι ο ρωσικός στρατός —με ένα φαινομενικά συντριπτικό πλεονέκτημα σε αριθμούς και εξοπλισμό— θα κατατροπώσει γρήγορα τις ουκρανικές δυνάμεις. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι.

Ο ουκρανικός στρατός, στην πραγματικότητα, οδήγησε τους Ρώσους σχεδόν σε αδιέξοδο. Οι λόγοι για αυτό θα συζητούνται αναμφίβολα μεταξύ των στρατιωτικών θεωρητικών για τα επόμενα χρόνια. Όταν το κάνουν, μπορεί να ξεκινήσουν με την εκπληκτική αποτυχία της Μόσχας να δώσει προσοχή σε ένα διαφορετικό στρατιωτικό μέγεθος - τον «συσχετισμό δυνάμεων» - που αναπτύχθηκε αρχικά στην πρώην Σοβιετική Ένωση.

Αυτή η έννοια διαφέρει από την «ισορροπία δυνάμεων» δίνοντας μεγαλύτερη βαρύτητα σε άυλους παράγοντες. Ορίζει ότι ο ασθενέστερος από τους δύο εμπόλεμους, μετρούμενος με συμβατικούς όρους, μπορεί να επικρατήσει έναντι του ισχυρότερου εάν ο στρατός του διαθέτει υψηλότερο ηθικό, ισχυρότερη υποστήριξη στο εσωτερικό και την υποστήριξη σημαντικών συμμάχων. Ένας τέτοιος υπολογισμός, αν γινόταν στις αρχές Φεβρουαρίου, θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι προοπτικές της Ουκρανίας δεν ήταν τόσο κακές όσο γενικά υπέθεταν Ρώσοι ή δυτικοί αναλυτές, ενώ οι προοπτικές της Ρωσίας ήταν πολύ χειρότερες.

Και αυτό καταδεικνύει πόσο κρίσιμη είναι η κατανόηση του συσχετισμού των δυνάμεων σε τέτοιες καταστάσεις, για να αποφευχθούν οι χονδροειδείς, λανθασμένοι υπολογισμοί και οι τραγωδίες.

 

Πριν την Ουκρανία

Η έννοια του συσχετισμού δυνάμεων έχει μακρά ιστορία στη στρατιωτική και στρατηγική σκέψη. Στον επίλογο του επικού μυθιστορήματος Πόλεμος και Ειρήνη, γράφοντας για την καταστροφική εισβολή του Ναπολέοντα στη Ρωσία το 1812, ο Τολστόι παρατήρησε ότι οι πόλεμοι δεν κερδίζονται από τις στρατηγικές ικανότητες των χαρισματικών ηγετών αλλά μέσω του μαχητικού πνεύματος κοινών στρατιωτών που παίρνουν τα όπλα εναντίον ενός απεχθούς εχθρού.

Μια τέτοια προοπτική θα ενσωματωθεί αργότερα στο στρατιωτικό δόγμα των Ρώσων Μπολσεβίκων, οι οποίοι προσπάθησαν να υπολογίσουν όχι μόνο τη δύναμη των στρατευμάτων και του εξοπλισμού, αλλά και τον βαθμό ταξικής συνείδησης και υποστήριξης από τις μάζες σε κάθε πλευρά κάθε πιθανής σύγκρουσης. Μετά την επανάσταση του 1917, εν μέσω του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ρώσος ηγέτης Βλαντιμίρ Λένιν τάχθηκε κατά του συνεχιζόμενου πολέμου με τη Γερμανία επειδή ο συσχετισμός δυνάμεων δεν ήταν ακόμη σωστός για τη διεξαγωγή «επαναστατικού πολέμου» ενάντια στα καπιταλιστικά κράτη ( όπως παρότρυνε ο Λέον Τρότσκι).

«Συνοψίζοντας τα επιχειρήματα υπέρ ενός άμεσου επαναστατικού πολέμου», είπε ο Λένιν, «πρέπει να συμπεράνουμε ότι μια τέτοια πολιτική θα ανταποκρινόταν ίσως στις ανάγκες της ανθρωπότητας να αγωνιστεί για το όμορφο, το θεαματικό και το εντυπωσιακό, αλλά ότι θα αγνοούσε τελείως τον αντικειμενικό συσχετισμό ταξικών δυνάμεων και υλικών παραγόντων στο παρόν στάδιο της σοσιαλιστικής επανάστασης που έχει ήδη ξεκινήσει».

Για τους Μπολσεβίκους της εποχής του, ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν μια επιστημονική έννοια, βασισμένη σε αξιολόγηση τόσο υλικών παραγόντων (αριθμός στρατευμάτων και όπλων σε κάθε πλευρά) όσο και ποιοτικών παραγόντων (ο βαθμός ταξικής συνείδησης που εμπλέκεται). Το 1918, για παράδειγμα, ο Λένιν παρατήρησε ότι «η φτωχή αγροτιά στη Ρωσία… δεν είναι σε θέση αμέσως και αυτή τη στιγμή να ξεκινήσει έναν σοβαρό επαναστατικό πόλεμο. Το να αγνοηθεί αυτός ο αντικειμενικός συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων στο παρόν ζήτημα θα ήταν μοιραία γκάφα».

Γι αυτούς τους λόγους, τον Μάρτιο του 1918, οι Ρώσοι έκαναν χωριστή ειρήνη με τις Κεντρικές Δυνάμεις, παραχωρώντας αρκετά εδάφη και τερματίζοντας τον ρόλο της χώρας τους στον παγκόσμιο πόλεμο.

Καθώς το Μπολσεβίκικο Κόμμα έγινε μια θεσμοθετημένη δικτατορία υπό τον Ιωσήφ Στάλιν, η έννοια του συσχετισμού των δυνάμεων εξελίχθηκε σε δόγμα βασισμένο στην πίστη για την τελική νίκη του σοσιαλισμού επί του καπιταλισμού. Κατά τη διάρκεια των εποχών Χρουστσόφ και Μπρέζνιεφ, της δεκαετίας του 1960 και του 1970, οι Σοβιετικοί ηγέτες ισχυρίζονταν τακτικά ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρισκόταν σε μη αναστρέψιμη παρακμή και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, ενισχυμένο από επαναστατικά καθεστώτα στον Τρίτο Κόσμο, θα επιτύγχανε την παγκόσμια επικράτηση.

Αυτή η αισιοδοξία διήρκησε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν η σοσιαλιστική παλίρροια στον Τρίτο Κόσμο άρχισε να υποχωρεί. Η πιο σημαντική εξέλιξη ήταν η εξέγερση κατά της κομμουνιστικής κυβέρνησης στο Αφγανιστάν. Όταν το υποστηριζόμενο από τη Σοβιετική Ένωση, Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα στην Καμπούλ δέχθηκε επίθεση από ισλαμιστές αντάρτες, οι σοβιετικές δυνάμεις εισέβαλαν και κατέλαβαν τη χώρα. Παρά την αποστολή ολοένα και μεγαλύτερων δυνάμεων και τη χρησιμοποίηση βαριάς δύναμης πυρός εναντίον των μουτζαχεντίν και των ντόπιων υποστηρικτών τους, ο Κόκκινος Στρατός αναγκάστηκε τελικά να αποδεχθεί την ήττα το 1989, για να δει την ίδια τη Σοβιετική Ένωση να καταρρέει λίγο αργότερα.

Για τους στρατηγούς των ΗΠΑ, η σοβιετική απόφαση να παρέμβουν και, παρά τις μεγάλες απώλειες, να επιμείνουν, ήταν απόδειξη ότι οι Ρώσοι ηγέτες είχαν αγνοήσει τον συσχετισμό δυνάμεων, μια αδυναμία που έπρεπε να εκμεταλλευτεί η Washington.

Στη δεκαετία του 1980, υπό τον Πρόεδρο Reagan, έγινε πολιτική των ΗΠΑ να εξοπλίζουν και να βοηθούν τους αντικομμουνιστές αντάρτες παγκοσμίως με στόχο την ανατροπή φιλοσοβιετικών καθεστώτων - μια στρατηγική που μερικές φορές ονομάζεται Δόγμα Reagan. Τεράστιες ποσότητες πυρομαχικών δόθηκαν στους μουτζαχεντίν και σε αντάρτες όπως οι Κόντρας στη Νικαράγουα, συνήθως μέσω μυστικών καναλιών που δημιουργούσε η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών.

Αν και δεν ήταν πάντα επιτυχείς, αυτές οι προσπάθειες σε γενικές γραμμές ταλαιπώρησαν τη σοβιετική ηγεσία. Όπως έγραψε ο υπουργός Εξωτερικών George Shultz το 1985, ενώ η ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ είχε οδηγήσει τους Σοβιετικούς να πιστέψουν «ότι αυτό που αποκαλούσαν παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων» μεταβαλλόταν υπέρ τους», τώρα, χάρη στις προσπάθειες των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν. και αλλού, «έχουμε λόγους να είμαστε σίγουροι ότι ο συσχετισμός δυνάμεων μετατοπίζεται προς όφελός μας».

Η αποτυχία στο Αφγανιστάν αντανακλούσε πράγματι την αδυναμία της Σοβιετικής ηγεσίας να σταθμίσει σωστά τη συσχέτιση όλων των παραγόντων που εμπλέκονται: το βαθμό στον οποίο το ηθικό των μουτζαχεντίν ξεπέρασε εκείνο των Σοβιετικών, τη σχετική υποστήριξη στον πόλεμο μεταξύ του σοβιετικού και του αφγανικού πληθυσμού και το ρόλο της εξωτερικής βοήθειας που παρεχόταν από τη CIA.

Όμως η ιστορία του Αφγανιστάν δεν τελείωσε εκεί.

Η Washington δεν σκέφτηκε ποτέ τις συνέπειες του να οπλίσει Άραβες εθελοντές υπό τις διαταγές του Οσάμα Μπιν Λάντεν ή να του επιτρέψει να δημιουργήσει μια διεθνή επιχείρηση τζιχαντιστών (αλ-Κάιντα), η οποία αργότερα στράφηκε κατά των ΗΠΑ, οδηγώντας στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και ένα καταστροφικό 20ετή πόλεμο κατά της τρομοκρατίας που απορρόφησε τρισεκατομμύρια δολάρια και έφθειρε σημαντικά τον αμερικανικό στρατό, χωρίς να εξαλείψει την απειλή της τρομοκρατίας.

Οι Αμερικανοί ηγέτες απέτυχαν και αυτοί να εκτιμήσουν τον συσχετισμό των δυνάμεων όταν αποφάσισαν τον δικό τους πόλεμο στο Αφγανιστάν, αγνοώντας τους παράγοντες που οδήγησαν στη σοβιετική ήττα, και έτσι είχαν την ίδια μοίρα 32 χρόνια αργότερα.

 

Οι λάθος υπολογισμοί του Πούτιν στην Ουκρανία

Πολλά έχουν ήδη ειπωθεί για τους λάθος υπολογισμούς του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν σχετικά με την Ουκρανία. Όλα ξεκίνησαν με την αποτυχία του να αξιολογήσει σωστά τον συσχετισμό των δυνάμεων που εμπλέκονται στη σύγκρουση που θα ακολουθούσε, κάτι που σε μεγάλο βαθμό προέκυψε από την παρανόηση του Πούτιν για το νόημα της εξόδου των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν.

Όπως πολλοί στην Washington - ειδικά στη νεοσυντηρητική πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος - ο Πούτιν και οι στενοί του σύμβουλοι θεώρησαν την ξαφνική αποχώρηση των ΗΠΑ ως εμφανές σημάδι αδυναμίας και σύγχυσης στη δυτική συμμαχία. Εκτίμησαν ότι η αμερικανική ισχύς ήταν σε πλήρη παρακμή, και οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ διαιρεμένες.

«Σήμερα, γινόμαστε μάρτυρες της κατάρρευσης της εξωτερικής πολιτικής της Αμερικής», δήλωσε ο Βιάτσεσλαβ Βολόντιν, ο πρόεδρος της Ρωσικής Κρατικής Δούμας. Άλλοι ανώτεροι αξιωματούχοι επανέλαβαν την άποψή του.

Ο Πούτιν και ο στενός του κύκλος ήταν πιθανότατα πεπεισμένοι ότι η Ρωσία θα μπορούσε να ενεργήσει με σχετική ατιμωρησία στην Ουκρανία, μια ριζική παρανόηση της παγκόσμιας κατάστασης.

Στην πραγματικότητα, με την υποστήριξη των κορυφαίων στρατιωτικών παραγόντων των ΗΠΑ, ο Biden ήθελε να απεμπλακεί από το Αφγανιστάν. Ήθελαν να επικεντρωθούν σε αυτά που θεωρούσαν πιο σημαντικές προτεραιότητες, ειδικά στην αναζωογόνηση των συμμαχιών των ΗΠΑ στην Ασία και την Ευρώπη για να συγκρατήσουν καλύτερα την Κίνα και τη Ρωσία. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα έπρεπε και δεν θα εμπλακούν για πάντα πολέμους που έχουν κοστίσει χιλιάδες ζωές και τρισεκατομμύρια δολάρια», επιβεβαίωσε η κυβέρνηση στο κείμενο στρατηγικής National Security Strategic Guidance του Μαΐου 2021. Αντίθετα, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να τοποθετηθούν ώστε «να αποτρέψουμε τους αντιπάλους μας και να υπερασπιστούμε τα συμφέροντά μας… [και] η παρουσία μας θα είναι πιο ισχυρή στον Ινδο-Ειρηνικό και στην Ευρώπη».

Ως αποτέλεσμα, η Μόσχα αντιμετώπισε το ακριβώς αντίθετο από αυτό που περίμεναν οι σύμβουλοι του Πούτιν: όχι μια αδύναμη, διχασμένη Δύση, αλλά μια επανα-ενεργοποιημένη συμμαχία, αποφασισμένη να βοηθήσει τις ουκρανικές δυνάμεις με ζωτικής σημασίας (αν και περιορισμένες) προμήθειες όπλων, απομονώνοντας τη Ρωσία στη διεθνή σκηνή. Περισσότερα στρατεύματα αναπτύχθηκαν στην Πολωνία και σε άλλα κράτη της «πρώτης γραμμής» που αντιμετωπίζουν τη Ρωσία, θέτοντας σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο τη μακροπρόθεσμη ασφάλειά της. Και ίσως το πιο επιζήμιο για τους γεωπολιτικούς υπολογισμούς της Μόσχας, η Γερμανία έχει εγκαταλείψει την ειρηνιστική της στάση, αγκαλιάζοντας πλήρως το ΝΑΤΟ και εγκρίνοντας μια τεράστια αύξηση στις στρατιωτικές δαπάνες.

Αλλά οι πιο λανθασμένοι υπολογισμοί του Πούτιν έγιναν σε σχέση με τις συγκριτικές μαχητικές ικανότητες των στρατιωτικών του δυνάμεων και της Ουκρανίας. Αυτός και οι σύμβουλοί του πίστευαν προφανώς ότι έστελναν στην Ουκρανία τον ισχυρό Κόκκινο Στρατό των σοβιετικών ημερών, όχι τον πολύ πιο αδύναμο ρωσικό στρατό του 2022.

Επίσης, φαίνεται ότι πίστευαν ότι οι Ουκρανοί στρατιώτες είτε θα υποδέχονταν τους Ρώσους εισβολείς με ανοιχτές αγκάλες είτε θα προέβαλλαν μόνο συμβολική αντίσταση πριν παραδοθούν. Αυτή η αυταπάτη μάλλον οφείλεται στην πεποίθηση του Ρώσου προέδρου ότι οι Ουκρανοί είναι στην πραγματικότητα Ρώσοι στην καρδιά και έτσι φυσικά θα καλωσόριζαν τη δική τους «απελευθέρωση».

Αυτό επιβεβαιώνεται και από το ότι πολλά από τα στρατεύματα που στάλθηκαν στην Ουκρανία είχαν τροφή, καύσιμα και πυρομαχικά μόνο για λίγες μέρες μάχης και δεν ήταν προετοιμασμένα να πολεμήσουν μια παρατεταμένη σύγκρουση. Όπως ήταν αναμενόμενο, υπέφεραν από εντυπωσιακά χαμηλό ηθικό. Το αντίθετο συνέβη με τις ουκρανικές δυνάμεις που, σε τελική ανάλυση, υπερασπίζονται τα σπίτια τους και τη χώρα τους και κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τις αδυναμίες του εχθρού, όπως οι γραμμές ανεφοδιασμού, για να προκαλέσουν μεγάλες απώλειες.

Οι ανώτατοι αξιωματούχοι των υπηρεσιών πληροφοριών του Πούτιν του έδωσαν ανακριβείς πληροφορίες σχετικά με την πολιτική και στρατιωτική κατάσταση στην Ουκρανία, συμβάλλοντας στην πεποίθησή του ότι οι αμυνόμενες δυνάμεις θα παραδοθούν μετά από λίγες μόνο ημέρες μάχης. Στη συνέχεια συνέλαβε ορισμένους από αυτούς τους αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του Σεργκέι Μπεσέντα, επικεφαλής του κλάδου ξένων πληροφοριών της FSB (η διάδοχος υπηρεσία της KGB). Αν και κατηγορήθηκαν για υπεξαίρεση κρατικών πόρων, ο πραγματικός λόγος της σύλληψής τους, ισχυρίζεται ο Βλαντιμίρ Οσέτσκιν, εξόριστος Ρώσος ακτιβιστής, είναι ότι παρείχαν στον Ρώσο πρόεδρο «αναξιόπιστες, ελλιπείς και εν μέρει ψευδείς πληροφορίες για την πολιτική κατάσταση στην Ουκρανία».

Οι ηγέτες της Ρωσίας ανακαλύπτουν εκ νέου, τρεις δεκαετίες μετά τη σοβιετική καταστροφή στο Αφγανιστάν, ότι η αποτυχία να αξιολογηθεί σωστά ο συσχετισμός των δυνάμεων κατά την εμπλοκή με υποτιθέμενα ασθενέστερους εχθρούς που όμως πολεμούν στην πατρίδα τους, μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα.

 

Εσφαλμένες εκτιμήσεις της Κίνας

Ιστορικά, η ηγεσία του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν πάντα προσεκτική στην εκτίμηση του συσχετισμού των δυνάμεων. Για παράδειγμα, παρείχαν σημαντική στρατιωτική βοήθεια στους Βορειοβιετναμέζους κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Βιετνάμ, αλλά όχι τόσο ώστε να θεωρηθούν από την Washington ως ενεργός εμπόλεμος. Ομοίως, παρά τις διεκδικήσεις τους για το νησί της Ταϊβάν, έχουν αποφύγει μέχρι στιγμής οποιαδήποτε άμεση κίνηση για να το καταλάβουν με τη βία και να διακινδυνεύσουν μια πλήρους κλίμακας αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ.

Με βάση αυτό το ιστορικό, προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, από όσο είναι γνωστό, η κινεζική ηγεσία δεν κατάφερε να αξιολογήσει ρεαλιστικά τα σχέδια του Πούτιν για την Ουκρανία και την πιθανότητα της σκληρής αναμέτρησης που ακολούθησε. Στην πραγματικότητα, οι ηγέτες της Κίνας απολαμβάνουν εδώ και πολύ καιρό εγκάρδιες σχέσεις με τους Ουκρανούς ομολόγους τους και οι υπηρεσίες πληροφοριών τους σίγουρα παρείχαν στο Πεκίνο αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τις μαχητικές δυνατότητες αυτής της χώρας. Έτσι, είναι εντυπωσιακό ότι αιφνιδιάστηκαν τόσο από την εισβολή όσο και τη σκληρή ουκρανική αντίσταση.

Θα έπρεπε να είχαν καταφέρει να βγάλουν τα ίδια συμπεράσματα με τους δυτικούς ομολόγους τους από δορυφορικά δεδομένα που έδειχναν τη συγκέντρωση ρωσικών δυνάμεων στα σύνορα με την Ουκρανία. Ωστόσο, όταν η κυβέρνηση Biden παρουσίασε πληροφορίες που έδειχναν ότι ο Πούτιν σκόπευε να εξαπολύσει μια πλήρους κλίμακας εισβολή, οι Κινέζοι ηγέτες απλώς αναμάσησαν τους ισχυρισμούς της Μόσχας ότι αυτό ήταν καθαρή προπαγάνδα.

Ως αποτέλεσμα, η Κίνα δεν εκκένωσε καν χιλιάδες δικούς της υπηκόους από την Ουκρανία όταν οι ΗΠΑ και άλλα δυτικά έθνη το έκαναν, αφήνοντάς τους στη θέση τους καθώς ξέσπασε ο πόλεμος. Και ακόμη και τότε, οι Κινέζοι αποδέχθηκαν ότι η Ρωσία διεξήγαγε μόνο μια «μικρή ειδική επιχείρηση» στην περιοχή του Ντονμπάς.

Η Κίνα φαίνεται επίσης να έχει υποτιμήσει σοβαρά την σοβαρότητα της αντίδρασης των ΗΠΑ και της Ευρώπης στη ρωσική επίθεση.

Αν και κανείς δεν γνωρίζει πραγματικά τι συνέβη στις συζητήσεις υψηλού επιπέδου, είναι πιθανό ότι και αυτοί είχαν παρεξηγήσει το νόημα της αμερικανικής εξόδου από το Αφγανιστάν και, όπως οι Ρώσοι, υπέθεσαν ότι υποδηλώνει την υποχώρηση της Ουάσιγκτον από την παγκόσμια σκηνή. «Αν οι ΗΠΑ δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μια νίκη έναντι μικρών χωρών, πώς θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την Κίνα;» ρώτησε η κρατική Global Times τον Αύγουστο του 2021. «Η εκπληκτικά γρήγορη κατάληψη του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν έδειξε στον κόσμο ότι η ικανότητα των ΗΠΑ να κυριαρχούν σε μεγάλα παιχνίδια εξουσίας καταρρέει».

Αυτός ο λάθος υπολογισμός, το σφάλμα του οποίου αναδεικνύεται από την απάντηση της Washington στη ρωσική εισβολή και την συγκέντρωση δυνάμεων στην περιοχή Ινδο-Ειρηνικού, έχει φέρει τους ηγέτες της Κίνας σε δύσκολη θέση, καθώς η κυβέρνηση Biden εντείνει την πίεση στο Πεκίνο να αρνηθεί την υλική βοήθεια στη Ρωσία και να μην επιτρέπει τη χρήση κινεζικών τραπεζών ως αγωγών για ρωσικές εταιρείες που επιδιώκουν να αποφύγουν τις δυτικές κυρώσεις.

Κατά τη διάρκεια μιας τηλεδιάσκεψης στις 18 Μαρτίου, ο Πρόεδρος Biden φέρεται να προειδοποίησε τον Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ για τις συνέπειες για την Κίνα εάν «παρέχει υλική υποστήριξη στη Ρωσία». Πιθανώς, αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την επιβολή δευτερογενών κυρώσεων σε κινεζικές εταιρείες που κατηγορούνται ότι ενεργούσαν ως πράκτορες για ρωσικές εταιρείες ή πρακτορεία.

Το γεγονός ότι ο Biden ένιωσε ικανός να απευθύνει τέτοια τελεσίγραφα στον Κινέζο ηγέτη αντικατοπτρίζει μια νέα, δυνητικά επικίνδυνη, αίσθηση πολιτικής δύναμης στην Washington που βασίζεται στην προφανή αδυναμία της Ρωσίας απέναντι στις κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τη Δύση.

 

Αμερικανική υπερέκταση

Σήμερα, ο παγκόσμιος συσχετισμός δυνάμεων φαίνεται όντως θετικός για τις ΗΠΑ και αυτό είναι ανησυχητικό.

Οι κύριοι σύμμαχοί της έχουν συσπειρωθεί στο πλευρό της ως απάντηση στη ρωσική επιθετικότητα ή, στην άλλη πλευρά του πλανήτη, στους φόβους για την άνοδο της Κίνας. Και οι προοπτικές για τους κύριους αντιπάλους της Ουάσιγκτον δεν φαίνονται ευοίωνες. Ακόμα κι αν ο Βλαντιμίρ Πούτιν βγει από τον σημερινό πόλεμο με ένα μεγάλο κομμάτι ουκρανικού εδάφους, σίγουρα θα προεδρεύει σε μια σαφώς υποβαθμισμένη Ρωσία. Ήδη ένα ασταθές πετρο-κράτος πριν από την έναρξη της εισβολής, είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό αποκομμένο από τον δυτικό κόσμο και καταδικασμένο σε διαρκή οπισθοδρόμηση.

Με τη Ρωσία να έχει ήδη αποδυναμωθεί, η Κίνα μπορεί να βιώσει παρόμοια μοίρα, έχοντας επενδύσει σε μια σημαντική εταιρική σχέση με μια παραπαίουσα χώρα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, θα είναι δελεαστικό για την κυβέρνηση Biden να εκμεταλλευτεί περαιτέρω αυτή τη μοναδική στιγμή αναζητώντας ακόμη μεγαλύτερο πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων της, για παράδειγμα, υποστηρίζοντας την αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα ή την περαιτέρω περικύκλωση της Κίνας. Το σχόλιο του Προέδρου Biden στις 26 Μαρτίου για τον Πούτιν - «αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να παραμείνει στην εξουσία» - υποδηλώνει μια επιθυμία για ένα τέτοιο μέλλον. (Ο Λευκός Οίκος προσπάθησε αργότερα να εξομαλύνει τα λόγια του, ισχυριζόμενος ότι εννοούσε μόνο στον Πούτιν «δεν επιτρέπεται να ασκεί εξουσία στους γείτονές του»).

Όσον αφορά την Κίνα, τα πρόσφατα υπερβολικά δυσοίωνα σχόλια ανώτερων αξιωματούχων του Πενταγώνου ότι η Ταϊβάν είναι «κρίσιμης σημασίας για την υπεράσπιση ζωτικών συμφερόντων των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό» υποδηλώνουν μια τάση να αναθεωρηθεί η πολιτική των ΗΠΑ «μία Κίνα» και να αναγνωρίσει επίσημα την Ταϊβάν ως ανεξάρτητο κράτος, φέρνοντάς την υπό την στρατιωτική προστασία των ΗΠΑ.

Τους επόμενους μήνες θα ακολουθήσει περισσότερη συζήτηση για τα πλεονεκτήματα τέτοιων κινήσεων. Οι ειδήμονες και οι πολιτικοί της Washington, που εξακολουθούν να ονειρεύονται τις ΗΠΑ ως την μόνη υπερδύναμη στον πλανήτη, αναμφίβολα θα υποστηρίζουν ότι αυτή η στιγμή είναι ακριβώς εκείνη που οι ΗΠΑ θα μπορούσαν πραγματικά να χτυπήσουν τους αντιπάλους τους. Μια τέτοια υπερέκταση, με νέες περιπέτειες που θα υπερέβαιναν τις αμερικανικές ικανότητες και θα οδηγούσαν σε νέες καταστροφές, είναι ένας πραγματικός κίνδυνος.

Η επιδίωξη αλλαγής καθεστώτος στη Ρωσία (ή οπουδήποτε αλλού) είναι βέβαιο ότι θα αποξενώσει πολλές κυβερνήσεις που μέχρι σήμερα συντάσσονται με την Washington. Ομοίως, μια βεβιασμένη κίνηση στην Ταϊβάν θα μπορούσε να προκαλέσει έναν πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας, τον οποίο καμία πλευρά δεν θέλει, και θα έχει χωρίς αμφιβολία καταστροφικές συνέπειες.

Ο συσχετισμός των δυνάμεων μπορεί τώρα να φαίνεται ότι είναι υπέρ των ΗΠΑ, αλλά τόσο η ιστορία, όσο και η σημερινή διεθνής πραγματικότητα, καταδεικνύουν πόσο λανθασμένοι μπορούν να αποδειχθούν τέτοιοι υπολογισμοί και πόσο εύκολα η παγκόσμια κατάσταση μπορεί να μεταστραφεί.

Φανταστείτε, λοιπόν, έναν κόσμο στον οποίο και οι τρεις μεγάλες δυνάμεις έχουν παρερμηνεύσει τον συσχετισμό των δυνάμεων που μπορεί να συναντήσουν. Καθώς κορυφαίοι Ρώσοι αξιωματούχοι συνεχίζουν να μιλούν για χρήση πυρηνικών όπλων, ο καθένας θα πρέπει να ανησυχεί για μια μελλοντική εμπλοκή, αποτέλεσμα αυτών των λανθασμένων εκτιμήσεων, που σίγουρα δε θα έχει καλά αποτελέσματα.

πηγή: Foreign Policy in Focus

αναδημοσίευση βάσει αδείας CC-BY-NC licence

 

Michael T. Klare, a TomDispatch regular, is the five-college professor emeritus of peace and world security studies at Hampshire College and a senior visiting fellow at the Arms Control Association. He is the author of 15 books, the latest of which is All Hell Breaking Loose: The Pentagon’s Perspective on Climate Change. He is a founder of the Committee for a Sane U.S.-China Policy.