Από την αυγή της ιστορίας ο Οδυσσέας και ο Αχιλλέας παλεύουν για την ψυχή της Ελλάδας. Ο πολυμήχανος Οδυσσέας εκφράζει το ναυτικό γεωφιλοσοφικό ιδεώδες, ενώ ο ατρόμητος Αχιλλέας το ηπειρωτικό.

Το πρώτο αρχέτυπο βρήκε την καλύτερη εφαρμογή του στη δημοκρατική θαλασσοκράτειρα Αθήνα, ενώ το δεύτερο στην ολιγαρχική ηπειρωτική Σπάρτη. Σε φιλοσοφικό επίπεδο η Αθήνα εξέφραζε το αριστοτελικό όραμα της ανοιχτής, εμπορικής, κοσμοπολίτικης, ναυτικής πόλης, ενώ η ολιγαρχική Σπάρτη προσιδίαζε αρκετά στην απομονωμένη «ιδανική Πολιτεία» του Πλάτωνα. Πίσω όμως από αυτήν τη γεωπολιτική και γεωφιλοσοφική σύγκρουση υποβόσκει η αιώνια αντιπαλότητα της ξηράς με τη θάλασσα.

Η γεωμορφολογία της Ελλάδας ωθεί σε δημιουργικές αντιθέσεις. Το βουνό σμίγει με τη θάλασσα και το αποτέλεσμα είναι μια δαντέλα ακτών χωρίς τέλος. Η Ελλάδα είναι «μια θάλασσα περιβαλλόμενη από ξηρά». Από την άλλη όμως είναι κι ένα «αρχιπέλαγος βουνών» περιτριγυρισμένο από θάλασσα. Η κύρια γεωμορφολογική αντίθεση της Ελλάδας είναι μεταξύ των συμπαγών ορεινών όγκων και των διάσπαρτων και ακανόνιστων τμημάτων γης του αρχιπελάγους. Η γεωγραφία της χώρας είναι διττή. Με δυό λόγια η Ελλάδα δεν είναι ηπειρωτική χώρα, ούτε όμως και απόλυτα νησιωτική. Κανένα σημείο της δεν απέχει πολύ ούτε από κάποιο βουνό, ούτε όμως κι από κάποια ακτή. Η γεωμορφολογία της ελληνικής χερσονήσου ώθησε εξαρχής τους κατοίκους της προς δύο αντίθετες γεωπολιτικές κατευθύνσεις.

Ο κάτοικος αυτού του τόπου είχε ιστορικά δύο επιλογές για να διαφύγει: το βουνό ή τη θάλασσα. Αν ήθελε, δηλαδή, να ξεφύγει από κάποια καταπιεστική εξουσία μπορούσε να γίνει κλέφτης των βουνών ή πειρατής των θαλασσών. Και στις δύο περιπτώσεις η Φύση ευνοούσε την ατομική ελευθερία, εμποδίζοντας την απόλυτη κυριαρχία ενός κέντρου εξουσίας. Ανέκαθεν στον ελλαδικό χώρο ενδημούσαν οι αυτόνομες «νησίδες», απομακρυσμένες και ημι-ανεξάρτητες κοινότητες, όπου η κεντρική εξουσία σπανίως γινόταν αισθητή.

Από την άλλη ο φυσικός κατακερματισμός της ελληνικής χερσονήσου, που περιβάλλεται από χιλιάδες νησιά, οδήγησε από την αρχαιότητα ακόμη στη δημιουργία των πόλεων-κρατών, τα όρια των οποίων συνέπιπταν με τα φυσικά σύνορα, που ήταν πάντοτε κάποιο βουνό ή θάλασσα. Αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής Φύσης προσέφεραν στους κατοίκους της δύο γεωπολιτικές επιλογές. Όσοι ζούσαν στις ακτές μπορούσαν ν’ ανοιχτούν προς το πέλαγος, ν’ αναπτύξουν το ναυτικό, το εμπόριο, και, κατ’ επέκταση, να δημιουργήσουν μια θαλασσοκρατορία. Από την άλλη όμως όσοι ζούσαν σε απομακρυσμένα νησιά, σε ορεινά μέρη κι απομονωμένες κοιλάδες -όλες φύσει οχυρές τοποθεσίες- εύκολα υπέκυπταν στον πειρασμό της απομόνωσης, της εσωστρέφειας, του συντηρητισμού και γενικώς της οικονομικής και κοινωνικής στατικότητας. Η πρώτη επιλογή έγινε από τους Αθηναίους, ενώ η δεύτερη από τους Σπαρτιάτες.

Αθήνα και Σπάρτη, λοιπόν, μια ναυτική και μια ηπειρωτική δύναμη, αποτέλεσαν τα δύο χαρακτηριστικά αντίθετα γεωπολιτικά πρότυπα, που επικράτησαν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Οι διαφορές τους δεν ήταν τόσο γεωγραφικές, όσο πολιτικές και φιλοσοφικές: η δημοκρατική Αθήνα εξέφραζε το αριστοτελικό όραμα της ανοιχτής, εμπορικής, κοσμοπολίτικης, ναυτικής πόλης, ενώ η ολιγαρχική Σπάρτη πλησίαζε αρκετά στο πλατωνικό όραμα της «Πολιτείας», στην οποία επικρατούσε μια αγοραφοβία, ενώ η απομόνωση από τον έξω κόσμο θεωρούνταν αναγκαία για την προστασία μιας στατικής κοινωνίας από τα «καινά δαιμόνια».

Ως τον 6ο π.Χ. αιώνα η Αθήνα βρισκόταν σε δίλημμα για το κατά πόσο θα παρέμενε χερσαία δύναμη ή αν θα έπρεπε ν’ ανοιχτεί προς το πέλαγος. Τελικά πήρε την απόφαση να εισέλθει στον «υγρό στίβο» έπειτα από επίμονες πιέσεις της δημοκρατικής παράταξης και ιδιαίτερα του Θεμιστοκλή, που ήταν υπέρμαχος της ναυτικής ισχύος. Ο Θεμιστοκλής διέβλεπε ότι το γεωπολιτικό μέλλον της Αθήνας βρισκόταν στη θάλασσα. Ο ευφυής Αθηναίος πολιτικός υποστήριζε ότι με τη ναυτική ισχύ όχι μόνο θα γινόταν δυνατή η ανάσχεση της προέλασης προς τον κυρίως ελλαδικό χώρο της στρατιάς του Μεγάλου Βασιλιά, ο οποίος εξέφραζε το απόλυτο, δεσποτικό και ηπειρωτικό πνεύμα της Ανατολής, αλλά και θα γινόταν εφικτό να συσπειρωθεί το αρχιπέλαγος γύρω από την Αθήνα, με δυό λόγια να περιέλθει το Αιγαίο κάτω από το γεωπολιτικό έλεγχο της Αθήνας. Η ιστορία τον δικαίωσε κι έτσι η Αθήνα μεταβλήθηκε σε ναυτική «αυτοκρατορία» του αρχαιοελληνικού κόσμου.

Η Σπάρτη αντίθετα επέλεξε να παραμείνει χερσαία δύναμη, περιορίζοντας τα γεωπολιτικά της συμφέροντα στην Πελοπόννησο και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εκτός από γεωφιλοσοφικούς λόγους η επιλογή αυτή της συντηρητικής λακωνικής πολιτείας υπαγορευόταν κι από την πραγματικότητα: οι Σπαρτιάτες ήταν ολιγάριθμοι και καταδυνάστευαν πολλαπλάσιο αριθμό Μεσήνιων ειλώτων. Η ανάληψη μιας εκστρατείας δεν τους ήταν ευχάριστη υπόθεση, εφόσον υπήρχε πάντα ο κίνδυνος της εξέγερσης των πολυάριθμων σκλάβων τους, πράγμα που συνέβη πολλές φορές στην ιστορία. Η συνεχής απειλή των ειλώτων, που ήταν δεκαπλάσιοι σε πληθυσμό από τους ίδιους, οι περιορισμένοι οικονομικοί πόροι και το μικρό ναυτικό αποθάρρυνε τους Σπαρτιάτες ν’ αναλάβουν υπερπόντιες εκστρατείες και γι’ αυτό αυτοπεριόρισαν το γεωπολιτικό τους ορίζοντα στα όρια της ηπειρωτικής Ελλάδας και ιδιαίτερα της Πελοποννήσου. Ακόμη και μετά τη νίκη κατά των Περσών στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές, η Σπάρτη προσπάθησε ν’ αποτρέψει τις Ιωνικές πόλεις ν’ αποτινάξουν τον περσικό ζυγό προτείνοντας μάλιστα τους κατοίκους τους να εγκαταλείψουν μαζικά τη Μικρά Ασία και να εγκατασταθούν στην Ελλάδα! Ηθελημένα οι Σπαρτιάτες παραιτήθηκαν με ανακούφιση από τον αντι-περσικό αγώνα και επανήλθαν στο προσκήνιο μόνον όταν γιγαντώθηκε η αθηναϊκή ισχύς -αποτέλεσμα της Δηλιακής Συμμαχίας- παίζοντας το ρόλο του ηπειρωτικού γεωπολιτικού αντίβαρου της Αθήνας.

Ο εμφύλιος πόλεμος που αιματοκύλισε για πάνω από 30 χρόνια τον ελληνικό κόσμο της αρχαιότητας οφείλεται στις γεωπολιτικές και γεωφιλοσοφικές διαφορές της Αθήνας με τη Σπάρτη. Βασική αιτία ήταν η άνοδος της αθηναϊκής ισχύος και η ζηλοφθονία που αυτή προκαλούσε προς όλες σχεδόν τις κατευθύνσεις. Κατά μια έννοια η ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπως καταγράφηκε από τον Θουκυδίδη, αποτελεί μια ιστορική και φιλοσοφική ανάλυση πάνω στο «πρόβλημα της ισχύος». Το πρόβλημα της Αθήνας ήταν ότι, ως ναυτική δύναμη, είχε πολλαπλάσια ισχύ απ’ ό,τι μια συνηθισμένη ελληνική πόλη-κράτος. Ως γνωστόν το ισχυρό ναυτικό αποτελεί έναν κατεξοχήν πολλαπλασιαστή ισχύος. Η υπερβολική ισχύς της δημιούργησε μοιραία συσπειρώσεις εναντίον της. Η Σπάρτη το μόνο που έκανε ήταν να ηγηθεί της προσπάθειας ν’ απαλλαγεί ο αιγαϊκός κόσμος από την ηγεμονία και την οικονομική εκμετάλλευση της Αθήνας.

Η σύγκρουση Αθήνας-Σπάρτης φαινόταν αναπόφευκτη. Η Αθήνα είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στο «μέγα το της θαλάσσης κράτος» της και δεν είχε άδικο, εφόσον το ναυτικό, παρότι πολυδάπανο, ήταν -και παραμένει- σημαντικότερο από τις χερσαίες στρατιωτικές δυνάμεις. Χάρη στο ισχυρό ναυτικό της η Αθήνα μπορούσε να αποστέλλει μεγάλες δυνάμεις σε διάφορα γεωγραφικά σημεία, μεταφέροντας έτσι τον πόλεμο όπου έκρινε ότι στρατηγικά τη συνέφερε, πράγμα αδιανόητο για τη Σπάρτη, που όταν επρόκειτο να εκστρατεύσει το έκανε με όλους τους συμμάχους της και ποτέ μόνη της. «Με το ναυτικό που έχετε σήμερα, ούτε ο Μέγας Βασιλεύς ούτε κανένα άλλο έθνος μπορεί να σας εμποδίσει να πάτε όπου θέλετε. Η ναυτική αυτή δύναμη έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από τα σπίτια και τα χωράφια σας...», υπενθύμιζε ο Περικλής στους ανήσυχους συμπατριώτες του. Για τον ηγέτη της δημοκρατικής παράταξης οι Αθηναίοι θα κέρδιζαν τον πόλεμο «υπό τον όρο όμως να μην επιδιώξουμε, ταυτόχρονα με τη διεξαγωγή του πολέμου, να επεκτείνουμε την κυριαρχία μας και να μην εκτεθούμε σε κινδύνους περιττούς». Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Αθήνα δεν προερχόταν από τις στρατιωτικές δυνατότητες της Σπάρτης, αλλά από την υπερεπέκταση (overextension) της αυτοκρατορίας της και από τις τάσεις εξισορρόπησης που αυτή μοιραία δημιουργούσε.

Η Αθήνα μπήκε στον πόλεμο με πολύ μεγάλες πιθανότητες να βγει νικήτρια και πιο ισχυρή. Τελικά έχασε όχι επειδή νίκησε η Σπάρτη, αλλά επειδή η ίδια έκανε μια σειρά από τραγικά λάθη (Σικελική Εκστρατεία κ.ά.), που σπατάλησαν άσκοπα πολύτιμες δυνάμεις και πόρους κι άφησαν μια σειρά από «παράθυρα ευκαιρίας» τα οποία η Σπάρτη αργά ή γρήγορα εκμεταλλεύτηκε. Συνέβη δηλαδή αυτό ακριβώς που απευχόταν ο Περικλής: «Περισσότερο φοβούμαι τα δικά μας σφάλματα παρά τα σχέδια του εχθρού».

Μετά την ήττα της Αθήνας η Σπάρτη επέβαλλε προσωρινά την ηγεμονία της στην Ελλάδα, προσπαθώντας να εξαγάγει το δικό της πολιτικό και γεωφιλοσοφικό πρότυπο, που ήταν όμως από κάθε άποψη αντιπαθητικό και αταίριαστο σε πόλεις-κράτη με ναυτικό προσανατολισμό, όπως ήταν τότε και οι περισσότερες πόλεις στην Ελλάδα. Προσπάθησε ακόμη και να ξεριζώσει τη δημοκρατία από την κοιτίδα της, την Αθήνα, επιβάλλοντας το δικό της πολιτικό σύστημα και τη δική της φιλοσοφική σκέψη. Ο φιλόσοφος Μπέρναρντ Ράσελ έγραψε ειδικά γι’ αυτό: «Ο πόλεμος εκείνος ήταν η συμπύκνωση του ανταγωνισμού που συγκλόνιζε τον ελληνικό κόσμο. Η Σπάρτη υποστήριζε την ολιγαρχία. Το ίδιο και ο Πλάτων με τους φίλους του, που ήταν οι Κουίνσλινγκ της εποχής τους. Η προδοσία λέγεται ότι συνέβαλλε στην ήττα της Αθήνας... Ο Πλάτων δεν ήταν παρά ένας αντιδραστικός». Αντιδραστικός ή όχι ο Πλάτων ήταν σίγουρα συναισθηματικός, όπως και το πρότυπό του, ο Αχιλλέας. Αντίθετα ο άλλος μεγάλος φιλόσοφος της αρχαιότητας, ο Αριστοτέλης, ήταν σαφέστατα πιο ορθολογιστής, όπως και ο Οδυσσέας.

Αχιλλέας και Οδυσσέας λοιπόν υπήρξαν τα δύο βασικά αρχέτυπα του αρχαιοελληνικού κόσμου. Ο Οδυσσέας εκφράζει τη ναυτική «ιδεολογία», ενώ ο Αχιλλέας την ηπειρωτική. Ο ένας εκφράζει την ευφυ@α, ενώ ο άλλος την ανδρεία. Ο πολυμήχανος Οδυσσέας είναι ναυτικός, έμπορος και πιο «δημοκρατικός», συνεπώς κοντά στο πρότυπο της Αθήνας, ενώ ο αριστοκράτης Αχιλλέας εκφράζει κατά κύριο λόγο το στρατοκρατικό πνεύμα της Σπάρτης. Ο Οδυσσέας είναι πιο ορθολογιστής, ενώ ο Αχιλλέας πιο συναισθηματικός, εφόσον η αντιζηλία του με τον Αγαμέμνονα ήταν αρκετή για να στοιχίσει τη ζωή σε χιλιάδες Έλληνες κατά την πολιορκία της Τροίας. Αυτά τα αρχέτυπα αποτελούν και τις «δύο ψυχές της Ελλάδας».

«Ενώ ο Αχιλλέας δεν εξυμνείται από το ομηρικό έπος παρά για τις σωματικές και τις ψυχικές του ικανότητες, που περιλαμβάνουν και την ανδρεία η οποία συχνά λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα όχι μόνον από την αρετή της σοφίας αλλά και με την απλή λογική, ο Οδυσσέας είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλός προστατευόμενος της θεάς της σοφίας, Αθηνάς. Μοιράζεται μαζί της την εγκεφαλική εκείνη ιδιότητα που οι αρχαίοι Έλληνες πρώτοι κατανόησαν τη σημασία της στη διαμόρφωση του πολιτισμού, αποδίδοντάς την πρώτα απ’ όλα στον ίδιο τον πατέρα των θεών Δία: τη ‘’μήτιδα’’ ιδιότητα ταυτόσημη με την ‘’πανουργία’’, την ‘’απάτη’’ και το ‘’δόλο’’, με την αρχαία έννοια των όρων, και που στη νέα ελληνική θα μπορούσε να αποδοθεί ως ‘’ευφυ@α’’».

Για πολλούς η Οδύσσεια, ένα ναυτικό έπος με επίκεντρο την απελευθέρωση του ατόμου από τους φυσικούς και μεταφυσικούς καταναγκασμούς, αποτελεί τη συμπύκνωση του φιλελεύθερου ορθολογισμού. Ο Οδυσσέας δεν είναι απλά ένας ήρωας, αλλά κι ένας εκφραστής μιας ολόκληρης γεωφιλοσοφίας και ιδεολογίας, που σχετίζεται με την καθοριστική επίδραση του θαλάσσιου στοιχείου πάνω στο ανθρώπινο πολιτιστικό εποικοδόμημα. Ο Οδυσσέας αποτελεί το αρχέτυπο του ορθολογιστή, που με τέχνασμα (Δούρειος Ίππος) έδωσε λύση στη μακρόχρονη και πολυαίμακτη εκστρατεία των Δαναών, σε αντίθεση με τον παράλογο Αχιλλέα, που με το θυμό του «έβαλε τους Αχαιούς σε μύρια βάσανα». Στην Οδύσσεια, όπου εξυμνούνται οι περιπέτειες και οι αρετές ενός πολυμήχανου ανθρώπου, εκφράζεται ένα διαφορετικό πνεύμα από εκείνο της Ιλιάδας, εκείνο της περιπέτειας της ανθρώπινης γνώσης και της ατομικής ολοκλήρωσης. Στην Οδύσσεια η ανθρώπινη σκέψη κατορθώνει να χειραφετηθεί από την τυραννία του μύθου. Στο ίδιο ομηρικό έπος κωδικοποιούνται και τα βασικότερα στοιχεία του ήδη διαμορφωμένου Ελληνισμού.

Ο ανθρωποκεντρικός ορθολογισμός εκφράζεται λοιπόν από τον Οδυσσέα, ενώ η έντονα συναισθηματική φύση του Ελληνισμού καθώς και η ροπή του προς τη μεταφυσική, εκφράζεται από τον Αχιλλέα, που δεν είναι απλός άνθρωπος αλλά ένας ημίθεος. Με δυό λόγια ο Αχιλλέας εκφράζει το μυστικοπαθές πνεύμα της Ανατολής, που διαπερνά τον Ελληνισμό μέσα από χίλια καθημερινά πλέγματα, ενώ ο Οδυσσέας το ανθρωποκεντρικό φιλελεύθερο πνεύμα, που έμελλε να χαρακτηρίσει τον πολιτισμό της Δύσης. Κατά μια έννοια ο Οδυσσέας υπήρξε και ο πρώτος πραγματικός «Ευρωπαίος»...

Το μήνυμα του πολυμήχανου Οδυσσέα είναι που υιοθετείται τελικά από την «ελληνική σκέψη» και που συνετέλεσε στη δημιουργία του «ελληνικού πολιτισμού», του πρώτου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Και το μήνυμα αυτό έχει να κάνει κυρίως με την εσωτερική και εξωτερική αυτονομία του ατόμου, την ελευθερία του πνεύματος, τη δημοκρατία, την ευφυ@α και γενικότερα την ανθρώπινη δημιουργικότητα.

Σε γενικές γραμμές η Οδύσσεια εκφράζει το ναυτικό γεωφιλοσοφικό ιδεώδες, προβάλλοντας εμμέσως τον Οδυσσέα, που είναι πρώτος ανάμεσα σε ίσους, ως πρότυπο ιδανικού «κυβερνήτη» μιας πολιτείας δημοκρατικής, σε αντιστοιχία με τον ικανό καπετάνιο ενός καλοτάξιδου πλοίου. Από την άλλη η Ιλιάδα εκφράζει σε μεγάλο βαθμό την «ηπειρωτική ιδεολογία», καθώς εκθειάζει τις χερσαίες μάχες και τις μονομαχίες κι ασχολείται με έννοιες όπως ο θυμός, η εκδίκηση, η ανδρεία και η περηφάνια, οι οποίες κι αποτελούν ανορθολογικές εκφάνσεις του θυμικού. Η ιστορία του Ελληνισμού μπορεί να θυμίζει σε πολλά επεισόδια την Ιλιάδα, κρίθηκε ωστόσο στη θάλασσα, στο χώρο όπου διαδραματίζεται η Οδύσσεια. Άλλωστε, όπως συμπεραίνει και ο γνωστός Γάλλος ελληνιστής Ζακ Λακαριέρ: «Ο πλούτος και η δύναμη των Ελλήνων βρίσκεται εκεί όπου βρισκόταν και στην εποχή του Οδυσσέα: στη θάλασσα».

Αλλά ας επιστρέψουμε στη δυναμική αντιπαράθεση βουνού-θάλασσας, που καθόρισε και την ιστορική διαδρομή του Ελληνισμού. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου ο ηπειρωτικός ανατολικός δεσποτισμός (Πέρσες) συμμάχησε με τον ελληνικό ιδεολογικό συγγενή του, την ολιγαρχία της ηπειρωτικής Σπάρτης, σε μια προσπάθεια να συντρίψουν το ναυτικό πλεονέκτημα της δημοκρατικής Αθήνας. Η ανίερη αυτή συμμαχία δεν βασιζόταν τόσο στην ανάγκη εξισορρόπησης της κοινής απειλής, που αντιπροσώπευε η ταχέως αναπτυσσόμενη ισχύς της Αθήνας. Και για τις δύο χερσαίες δυνάμεις το ναυτικό γεωφιλοσοφικό ιδεώδες της Αθήνας αντιπροσώπευε ένα θανάσιμο κίνδυνο: το ανοικτό δημοκρατικό πνεύμα και τον ορθολογισμό.

Μετά από τη μικρή παρένθεση της ηγεμονίας της Σπάρτης, που αποδείχτηκε ανίκανη να διαχειριστεί γεωπολιτικά την Ελλάδα, έχουμε μια τελευταία προσπάθεια αναβίωσης της αθηναϊκής ναυτικής ισχύος, αλλά ήταν πλέον αργά. Η ναυτική Ελλάδα υποτάχθηκε αρχικά στην ηπειρωτική δύναμη, που λεγόταν Μακεδονία του Φιλίππου και στη συνέχεια υπέκυψε στις λεγεώνες της Ρώμης, μια δύναμη που ανδρώθηκε μέσα από τον ανταγωνισμό της με μια μεγάλη ναυτική πόλη της δυτικής Μεσογείου: την Καρχηδόνα.

Το Βυζάντιο, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, επιβεβαίωσε τη θαλάσσια υπεροχή και κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο έναντι των Αράβων με τη βοήθεια του «υγρού πυρός», που ήταν ένα ακόμη τεχνολογικό επίτευγμα της ελληνικής ευφυ@ς. Η στρατηγική των Βυζαντινών μπορεί να είχε χερσαίο προσανατολισμό, αλλά δεν αμελούσε τα ζητήματα της θάλασσας. Σύμφωνα με το ναύαρχο Κ. Α. Αλεξανδρή: «Η θαλάσσια δύναμη ήταν το βαρόμετρο της ακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», πράγμα που σημαίνει ότι όταν η Αυτοκρατορία ήταν ισχυρή διέθετε και ισχυρό ναυτικό. Το πρόβλημα με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν ότι αποτελούσε ένα μονοκεντρικό πολιτικό μόρφωμα, που δεν έδινε την αρμόζουσα σημασία στην οικονομία και στο εμπόριο, τα οποία σε τελική ανάλυση έκριναν και την πορεία της ιστορίας. Ως μονοκεντρικό αυτοκρατορικό μόρφωμα, εχθρικά διακείμενο προς την έννοια της αυτοδιοίκησης, εμπόδιζε την έκφραση των αρχιπελαγικών τάσεων του Ελληνισμού με μοιραίες συνέπειες στην εξέλιξή του. Επιπλέον επέβαλλε το ηπειρωτικό και ολοκληρωτικό ιδεώδες, που βασιζόταν και στο «μεταφυσικό μονοπώλιο» του Χριστιανισμού, στον «αναρχικό» κόσμο του Αιγαίου, οδηγώντας τον σταδιακά σε παρακμή, γεγονός που συνετέλεσε στην εμπορική διείσδυση των ιταλικών πόλεων. Για πάνω από 500 χρόνια οι θαλάσσιοι δρόμοι και τα νησιά του Αιγαίου ελέγχονταν από τους Βενετούς και τους Γενουάτες.

Η κατάληψη ολόκληρου του Αιγαίου από τους Οθωμανούς και η ένταξή του στο Dar al Islam, μια προσπάθεια που διάρκεσε πάνω από δύο αιώνες και δεν ήταν πάντα επιτυχής, έθεσε τέρμα στη διείσδυση των Ευρωπαίων στην Ανατολική Μεσόγειο. Το γεγονός αυτό ευνόησε την ανάπτυξη μιας τοπικής εμποροναυτικής αστικής τάξης, που σταδιακά προσδέθηκε στο άρμα των συμφερόντων των ναυτικών δυνάμεων της Δύσης. Αυτή η ελληνική αστική τάξη, κινητική, πλούσια και φιλόδοξη, προώθησε αργότερα και τις ιδέες του Διαφωτισμού και του εθνικισμού στην Ανατολική Μεσόγειο.

Στον αντίποδα της ναυτικής Ελλάδας του Αιγαίου, που έβλεπε προς τη Δύση, βρισκόταν ο Ελληνισμός των ηπειρωτικών περιοχών και της Κωνσταντινούπολης. Αυτό το μεγάλο κομμάτι του Ελληνισμού παρέμενε προσκολλημένο στην ορθόδοξη παράδοση και στο οικουμενικό ιδεώδες, όπως εκφραζόταν από το Πατριαρχείο, και ήταν προσανατολισμένο προς την ομόδοξη Ρωσία. Η νέα αστική τάξη των νησιών και των παραλίων του Αιγαίου, έχοντας υιοθετήσει την εθνικιστική ιδεολογία της Γαλλικής Επανάστασης, προωθούσε την ίδρυση ενός εθνικού κράτους στο νότιο άκρο της βαλκανικής χερσονήσου, το οποίο θα επιφορτιζόταν με την αποστολή να ενοποιήσει τον αιγαϊκό χώρο, πράγμα που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της ναυτικής ελίτ. Από την άλλη η παραδοσιακή ελίτ του ηπειρωτικού Ελληνισμού και της Πόλης, προωθούσε τον ελληνο-οθωμανισμό, πιστεύοντας ότι ο Ελληνισμός, εξαιτίας της πολιτιστικής και οικονομικής του ανωτερότητας, θα αντικαθιστούσε σταδιακά τους Οθωμανούς στη διοίκηση της αυτοκρατορίας, όπως έγινε και στην περίπτωση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο). Σε πνευματικό επίπεδο η σύγκρουση αυτή αποκρυσταλλώθηκε στη διαμάχη Διαφωτιστών-Κολυβάδων, με τους πρώτους να υποστηρίζουν το εκσυγχρονιστικό πνεύμα της Ευρώπης και τους δεύτερους να υπεραμύνονται της Ορθόδοξης Παράδοσης. Οι πρώτοι τάχθηκαν υπέρ του εθνικισμού, ενώ οι δεύτεροι υποστήριζαν τον ορθόδοξο οικουμενισμό, που είχε τότε ακόμη το χαρακτήρα της εθελοδουλίας.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, συντηρητική, γεμάτη προνόμια και παραδοσιακά αντιλατινική, ως υπεύθυνη του ρουμ μιλιέτ ήταν κατά κάποιο τρόπο «συνδιαχειριστής» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και γι’ αυτό είχε κάθε συμφέρον από τη σταθερότητα της. Έτσι εξηγούνται και οι «πατρικές συμβουλές» του Πατριάρχη Γρηγορίου που το 1798 εξηγούσε στους πιστούς του: «ο σουλτάνος είναι, μετά το Θεό, ο αφέντης των Χριστιανών, ο θεματοφύλακας των αγαθών τους και ο φύλακας-άγγελος της ζωής τους» και ότι «αυτοί που μιλούσαν για το όνειρο της ελευθερίας, ενεργούσαν ενάντια στις Άγιες Γραφές και ήταν όργανα του Διαβόλου»!

Η Ελληνική Επανάσταση (1821-1829) κόντεψε κάποια στιγμή να σβήσει εξαιτίας της έμφυτης στους Έλληνες τάσης προς τον τοπικισμό και τη διχόνοια. Στον εμφύλιο, που διεξήχθη, συγκρούστηκε για μια ακόμη φορά η ηπειρωτική Ελλάδα (Ρούμελη) με τη ναυτική (νησιά και παράκτια Πελοπόννησος). Στο μικρό ελλαδικό κράτος-φάντασμα, που ξεφύτρωσε στις νότιες παρυφές της Βαλκανικής με την υποστήριξη κυρίως των ναυτικών δυνάμεων της Δύσης, εμφανίστηκαν κόμματα που εξέφραζαν το ναυτικό ιδεώδες (αγγλικό και  γαλλικό κόμμα) και το ηπειρωτικό (ρωσικό κόμμα). Το κράτος αυτό στηρίχτηκε εξαρχής στο δυτικόφερτο εθνικισμό και είχε ως ιδεολογία του τη συγκέντρωση του «γαλαξία» των ελληνικών κοινοτήτων, που ήταν διασπαρμένες σ’ ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, σ’ ένα ομοιογενές εθνικό κράτος (Μεγάλη Ιδέα). Ωστόσο, με το πέρασμα των δεκαετιών, το κράτος αυτός υπήρξε ο τάφος του «γαλαξιακού» Ελληνισμού.

Η διαμάχη ανάμεσα στα «γεωφιλοσοφικά στρατόπεδα», που εκπροσωπούνταν από τη ναυτική (φιλοαγγλική και φιλογαλλική) και την ηπειρωτική (φιλορωσική και φιλογερμανική) ελίτ, συνεχίστηκε με τη σύγκρουση Βενιζέλου (Φιλελεύθεροι) με το βασιλέα Κωνσταντίνο (Συντηρητικοί), η οποία κι οδήγησε στον καταστροφικό εθνικό διχασμό (1917), το βασικότερο παράγοντα ανάσχεσης και παλινδρόμησης του Ελληνισμού στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: ο Βενιζέλος εξέφραζε το ναυτικό ιδεώδες και τη σύμπλευση με τα συμφέροντα της Αγγλίας. Ήταν ένθερμος οπαδός του προτύπου της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και βρισκόταν κοντά στο αρχέτυπο του Οδυσσέα. Αντίθετα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εξέφραζε τον ηπειρωτικό ολοκληρωτισμό, τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Γερμανίας του Κάιζερ, και κατ’ επέκταση το αριστοκρατικό πολίτευμα της Σπάρτης και το «στρατοκρατικό» αρχέτυπο του Αχιλλέα. Ενώ ο Βενιζέλος υποστήριζε τη θάλασσα, ο Κωνσταντίνος ήταν ταγμένος στο «στρατόπεδο της ξηράς».

Επικράτησε τελικά ο Βενιζέλος, ένας βαθύς γνώστης, μεταφραστής και μελετητής του Θουκυδίδη, που πίστευε ακράδαντα στην υπεροχή των ναυτικών δυνάμεων. Στόχος του Βενιζέλου ήταν η ενοποίηση του αιγαιακού χώρου, που θα επιτυγχανόταν μόνο με τη σύμπραξη της Ελλάδας με τις ναυτικές δυνάμεις της Δύσης. Τα συμφέροντα της Ελλάδας, πίστευε ο Βενιζέλος, έπρεπε να ταυτίζονται πάντα μ’ εκείνα της ναυτικής δύναμης που κυριαρχούσε στη Μεσόγειο, επομένως μ’ εκείνα της Αγγλίας. Μόνον έτσι και χάρη στην αδιαμφισβήτητη υπεροχή στη θάλασσα (πολεμικό ναυτικό), θα μπορούσαν οι Έλληνες να διεκδικήσουν επαξίως την ανασύσταση του ιστορικού τους χώρου με επίκεντρο το Αιγαίο. Ωστόσο η Μικρασιατική Καταστροφή, που οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε λανθασμένους και ριψοκίνδυνους χειρισμούς του ηπειρωτικού γεωφιλοσοφικού μπλοκ (βασιλικοί) της Ελλάδας, στέρησε από τον Ελληνισμό τους ανατολικούς του κλάδους αποδυναμώνοντας παράλληλα την ισχύ της ναυτικής Ελλάδας με την απώλεια των ανατολικών ακτών του αρχιπελάγους: στο εξής η Ελλάδα θα ήταν γεωπολιτικά ανάπηρη.

Στη διάρκεια του μεσοπολέμου έχουμε μια σχετική αποδυνάμωση του ναυτικού γεωφιλοσοφικού μπλοκ και του αρχιπελάγους των διάσπαρτων ελληνικών κοινοτήτων, εξαιτίας του τεράστιου κύματος των προσφύγων, της αστικοποίησης και του συγκεντρωτισμού. Η «ηπειρωτική» (λαϊκή) ιδεολογία της Ρωμιοσύνης, που έβλεπε παραδοσιακά προς τη Ρωσία, αντικαταστάθηκε με την αντιναυτική και αντιδυτική ιδεολογία του Κομουνισμού, που στρατολογούσε οπαδούς κυρίως μέσα από τους εξαθλιωμένους Ρουμ πρόσφυγες των πόλεων, κι έβλεπε προς τη Σοβιετική Ένωση. Άλλωστε για τους Ρουμ Κομουνιστές «η Μεγάλη Ιδέα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο ιμπεριαλισμός του ελληνικού καπιταλισμού» (Γ. Κορδάτος). Αντίστοιχα η δεξιά πτέρυγα του ηπειρωτικού (συντηρητικού) μπλοκ ασπάστηκε τη φασιστική ιδεολογία (Ι. Μεταξάς) κι έβλεπε προς την επίσης ηπειρωτική ναζιστική Γερμανία. Το κέντρο και η ναυτική, δημοκρατική και φιλελεύθερη ιδεολογία που εκπροσωπούσε, πολιορκούνταν ασφυκτικά από τις ηπειρωτικές και ολοκληρωτικές ιδεολογίες.

Το καθεστώς του Ι. Μεταξά, που επιβλήθηκε στις 4 Αυγούστου του 1936, παρότι ήταν ένα παραφθαρμένο αντίγραφο του φασιστικού προτύπου, έκλινε γεωπολιτικά περισσότερο προς τη θαλασσοκράτειρα Μεγάλη Βρετανία παρά προς την ηπειρωτική και συγγενική ιδεολογικά Γερμανία. Ο ίδιος ο Ι. Μεταξάς, που χαρακτηριζόταν από πολιτικό ρεαλισμό, προτάσσοντας καθαρά γεωπολιτικά κριτήρια είχε υιοθετήσει το «βενιζέλειο» δόγμα ότι η Ελλάδα ως «θάλασσα περιβαλλόμενη υπό ξηράς… εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου, εις το οποίον ευρίσκεται η Αγγλία».

Έτσι η Ελλάδα αντιστάθηκε στον εισαγόμενο ολοκληρωτισμό: η μάχη της Κρήτης έγινε σύμβολο του αγώνα της ναυτικής Ελλάδας. Παράλληλα το Ρουμ ηπειρωτικό μπλοκ, που ασπάστηκε την αριστερή ιδεολογία, διεξήγαγε ένα σκληρό αγώνα κατά των Γερμανών κατακτητών. Πώς όμως εξηγείται αυτή η σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ηπειρωτικά ιδεολογικά μπλοκ (Ρώσοι Κομμουνιστές-Γερμανοί Ναζί), που βρίσκονται στο ίδιο γεωπολιτικό και γεωφιλοσοφικό στρατόπεδο (ηπειρωτικές δυνάμεις) και τα συμφέροντά τους πάνω κάτω ταυτίζονται; Μήπως το όνειρο του Γερμανού γεωπολιτικού Καρλ Χάουσχοφερ δεν ήταν η σύμπτυξη του «ηπειρωτικού άξονα» Βερολίνο-Μόσχα-Τόκυο, ως αντίβαρο στην παγκόσμια κυριαρχία των αγγλοσαξωνικών ναυτικών δυνάμεων;

Η σύγκρουση των δύο γεωφιλοσοφικά «συγγενικών» ολοκληρωτικών ιδεολογιών οφειλόταν στη λανθασμένη στρατηγική κίνηση του Χίτλερ να έρθει σε πόλεμο με την ΕΣΣΔ, τον τεράστιο ηπειρωτικό κι ολοκληρωτικό γίγαντα, που κατείχε την «κεντροχώρα» (Heartland). H ρήξη Χίτλερ-Στάλιν παρέσυρε και τους Έλληνες Κομουνιστές ενάντια στους Φασίστες, ενώ θα ήταν πιο λογικό και οι δύο γεωφιλοσοφικοί συγγενείς να πολεμούν τις δυνάμεις της φιλελεύθερης ναυτικής Δύσης.

Μετά το τέλος του Β΄ Π. Πολέμου έχουμε στην Ελλάδα την έναρξη μιας ένοπλης εμφύλιας σύγκρουσης ανάμεσα στους (Ρουμ) Κομμουνιστές και στους «δημοκρατικούς», που υποστηρίζονταν από τη Δύση. Για μια ακόμη φορά στην ιστορία μας οι οπαδοί μιας «ηπειρωτικής ιδεολογίας» συγκρούονταν με τους οπαδούς της «ναυτικής ιδεολογίας», δηλαδή το βουνό (ξανά) πολεμούσε τη θάλασσα. Οι ελπίδες να επικρατήσει το ηπειρωτικό γεωφιλοσοφικό μπλοκ ήταν ελάχιστες μιας και η Ελλάδα είναι εξαιρετικά ευάλωτη από τη θάλασσα, μια πραγματικότητα που γνώριζε και ο ίδιος ο Στάλιν και γι’ αυτό αποποιήθηκε κάθε βοήθεια προς στους Έλληνες Κομουνιστές. Χωρίς εξωτερική βοήθεια ο αγώνας των Ελλήνων «ηπειρωτιστών» ήταν καταδικασμένος. Η ζημιά όμως είχε γίνει στο σώμα του Ελληνισμού και χρειάστηκαν δεκαετίες για να επουλωθούν τα τραύματα του Εμφύλιου.

Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου (1947-1991) η Ελλάδα προσδέθηκε στενά στο γεωπολιτικό και γεωφιλοσοφικό στρατόπεδο των ναυτικών δυνάμεων της Δύσης, γεγονός που επισφραγίστηκε με την εισδοχή της χώρας στο ΝΑΤΟ (1952) και στην ΕΟΚ (1981). Αν και η κυρίαρχη πολιτική ηγεσία ήταν η δεξιά συντηρητική πτέρυγα, που είχε έντονες ηπειρωτικές γεωφιλοσοφικές καταβολές εξαιτίας της προέλευσής της από τους προύχοντες και τους κοτζαμπάσηδες της ηπειρωτικής Ελλάδας οι οποίοι και συγκρότησαν το καθαρά πελατειακό αντιβενιζελικό στρατόπεδο, επικράτησε εντούτοις η λογική του «ανήκομεν εις την Δύσιν», μόνο και μόνο επειδή ο αντίπαλος ήταν ένα ηπειρωτικό γεωφιλοσοφικό «ανατολικό μπλοκ» (Σύμφωνο της Βαρσοβίας). Για να εξασφαλιστεί δηλαδή η γεωπολιτική πρόσδεση της χώρας στη Δύση χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό ηπειρωτικά γεωφιλοσοφικά στοιχεία (συντηρητική δεξιά) αντί της φιλελεύθερης δεξιάς, του κέντρου και της κεντροαριστεράς, χώροι που αντλούν ιδεολογικά επιχειρήματα από το ναυτικό γεωφιλοσοφικό «οπλοστάσιο» και ρέπουν προς την ανεκτική δημοκρατία.

Επίσης, η δωρεά των 100 Λίμπερτυ από τις ΗΠΑ στους Έλληνες εφοπλιστές είχε ως αποτέλεσμα την ανάκαμψη του ελληνόκτητου εμπορικού ναυτικού και της εφοπλιστικής τάξης, τα συμφέροντα της οποίας συνέπιπταν πάντοτε μ’ εκείνα των ναυτικών δυνάμεων της Δύσης (είναι τυχαίο άραγε που το κέντρο του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου δεν είναι ο Πειραιάς αλλά το Λονδίνο;). Το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο, που αν δεν επεκτείνεται μαραζώνει, ξεπέρασε στα στενά όρια του ελλαδικού κράτους και με τις λεγόμενες «σημαίες ευκαιρίες» ανοίχτηκε σ’ όλες τις θάλασσες του κόσμου. Οι Έλληνες εφοπλιστές, η οικονομική πτέρυγα του «ναυτικού μπλοκ», ήταν οι πρώτοι που συνειδητοποίησαν ότι η Γη είχε μετατραπεί σε «Παγκόσμιο Χωριό»...

Σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο η άνοδος του αντιαμερικανισμού, που οφειλόταν στην υποστήριξη των ΗΠΑ στη χούντα και στη μη παρέμβασή τους κατά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974, εισπράχτηκε ως ενίσχυση του ηπειρωτικού γεωφιλοσοφικού μπλοκ μέσω της πολιτικής ανέλιξης του «ριζοσπαστικού» ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1974-1985. Το ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου εξέφραζε ιδεολογικά έναν αντιδυτικισμό, που θύμιζε την ανάλογη απέχθεια προς τη «ναυτική Δύση» που έτρεφαν παλαιότερα οι οπαδοί των ηπειρωτικών γεωφιλοσοφικών μπλοκ. Βέβαια τα πράγματα στους κόλπους αυτού του κινήματος δεν ήταν ασπρόμαυρα. Η πλειοψηφία των υποστηρικτών του ΠΑΣΟΚ, κυρίως όσοι προέρχονταν από τη νότια Ελλάδα, τη Θεσσαλονίκη, την Κρήτη και ιδιαίτερα από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, κατάγονταν ιδεολογικά από τον αρχέγονο φιλελεύθερο πυρήνα των Βενιζελικών, που υποστήριζε το ναυτικό ιδεώδες κι έρεπε προς τη δημοκρατία δυτικού τύπου. Επίσης στους κόλπους του ΠΑΣΟΚ υπήρχαν κατάλοιπα των Ρουμ αριστερών, που κατάγονταν από τα λαϊκά στρώματα του οικουμενικού Ελληνισμού, παραδοσιακά ρωσόφιλα κι εχθρικά προς την ντόπια αστική τάξη, που εκλαμβάνονταν ως το ιμπεριαλιστικό «μακρύ χέρι» της Δύσης.

Από την πρώτη και πλειοψηφική πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ ξεπήδησε η μερίδα των εκσυγχρονιστών, που υποστήριξε το ιδεώδες της σύγχρονης και ανοικτής δημοκρατικής κοινωνίας κι αντιλαμβάνεται τον ηγέτη ως «καπετάνιο» κι όχι ως «στρατηγό», κοντολογίς ανήκει στο ναυτικό γεωφιλοσοφικό μπλοκ. Από την αριστερή πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ ξεπήδησε ο αντιδυτικός νεορθόδοξος εθνικισμός μ’ εκφραστές του τον Στ. Παπαθεμελή, τον Δ. Τσοβόλα κ.ά.

Σε γενικές όμως γραμμές αυτό το μαζικό πολιτικό κίνημα, όπως και το αντίστοιχο της Νέας Δημοκρατίας που έχει τη φιλελεύθερη και τη συντηρητική του πτέρυγα, εκφράζει και τις δύο γεωφιλοσοφικές και γεωπολιτικές τάσεις, οι οποίες και ενυπάρχουν στους κόλπους ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας εξακολουθώντας να τη διχάζουν. Η ηπειρωτική γεωπολιτική κατεύθυνση θέλει επέκταση της οικονομικής (και όχι μόνον) επιρροής προς τη βαλκανική ενδοχώρα και γεωπολιτκή ανάσχεση της Τουρκίας, ενώ η ναυτική γεωπολιτική κατεύθυνση βλέπει περισσότερο προς το Αιγαίο και τη Μεσόγειο κι επιθυμεί άμβλυνση των σχέσεων με την Τουρκία με στόχο την ενοποίηση, οικονομικά σε πρώτη φάση, του Αιγαίου μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ηπειρωτικό γεωφιλοσοφικό μπλοκ της Ελλάδας υποστηρίζει την παράδοση, την ορθοδοξία και βλέπει με συμπάθεια τους ομόδοξους και ηπειρωτικούς «αδελφούς Σέρβους», ενώ αντιτίθεται στη Νέα Παγκόσμια Τάξη που προσπαθεί να επιβάλει η ναυτική Δύση. Το ναυτικό γεωφιλοσοφικό μπλοκ υποστηρίζει διακαώς την ένταξη της χώρας στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη διαδικασία του εκσυγχρονισμού, που αυτή συνεπάγεται. Η ναυτική «παράταξη» βλέπει την Ελλάδα ως εφαλτήριο για άνοιγμα προς τον κόσμο, ενώ η ηπειρωτική ως ένα «κάστρο» που πρέπει να προστατευτεί πάση θυσία. Η μια δε φοβάται την παγκοσμιοποίηση, ενώ η άλλη τείνει να τη δαιμονοποιεί…

Έχουν περάσει περισσότερα από 3.000 χρόνια από τότε που ο Όμηρος έπλασε τις μυθολογικές μορφές του Αχιλλέα και του Οδυσσέα, προσωποποιώντας τις δύο ψυχές της Ελλάδας και ο γεωφιλοσοφικός διχασμός παραμένει. Κανονικά το ναυτικό γεωφιλοσοφικό ιδεώδες θα είχε επικρατήσει, εφόσον η Ελλάδα έχει εδώ και δεκαετίες ξεκάθαρο Δυτικό γεωπολιτικό προσανατολισμό, ωστόσο όμως ο υπερσυγκεντρωτισμός του αθηνοκεντρικού ελλαδικού κράτους και η υπερβολική αστικοποίηση ενίσχυσαν ως ένα βαθμό το ηπειρωτικό γεωφιλοσοφικό ιδεώδες, επειδή παράλληλα αποδυναμώθηκε η αρχιπελαγική φύση των ελληνικών κοινοτήτων. Στο βαθμό που ο εκσυγχρονισμός και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα ενισχύσει την αποκέντρωση και την αρχιπελαγική φύση της Ελλάδας, θα έχουμε και την επικράτηση του ναυτικού γεωφιλοσοφικού ιδεώδους, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει και την εξαφάνιση της «ορεινής γεωφιλοσοφίας». Ο Οδυσσέας και ο Αχιλλέας θα συνεχίσουν να υπάρχουν, ν’ αλληλεπιδρούν και να αγωνίζονται για την ψυχή του Έλληνα.

stamkosΟ Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Από το 1988 έχει συγγράψει περίπου 2.000 ειδικά άρθρα και αναλύσεις. Έχει συνεργαστεί με περισσότερα από 30 διαφορετικά ελληνικά και ξένα έντυπα. Η αναλυτική και εξειδικευμένη αρθρογραφία του εστιάζεται κυρίως σε θέματα αναζήτησης, εναλλακτικής τεχνολογίας, ιστορίας, γεωπολιτικής, και βαλκανολογίας.

Έχει γράψει περισσότερα από 10 βιβλία, τα οποία οδηγήθηκαν σε πολλές επανεκδόσεις κι έγιναν αφορμή για δημιουργικές συζητήσεις, ακόμη και διαφωνίες. Έχει επίσης συμμετάσχει με εκτενή κείμενά του σε πολλά συλλογικά έργα. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, ενώ ταξιδεύει συχνά στη βαλκανική ενδοχώρα και κυρίως στη Σερβία, την οποία και θεωρεί "δεύτερη πατρίδα' του.

http://zenithmag.wordpress.com/

Περισσότερες πληροφορίες και άρθρα