Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ χαρακτηρίστηκε από τις εκατέρωθεν απειλές για χρήση του πυρηνικού οπλοστασίου, προς διευθέτηση των κρίσεων, που κατά καιρούς εμφανίζονταν ανά τον κόσμο.

Η πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή της Κούβας τον Οκτώβριο του 1962, ωστόσο υπήρχαν ακόμα 15 περιπτώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει στον πρώτο (και μάλλον τελευταίο) πυρηνικό πόλεμο. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι κυριότερες από αυτές. 

 

Μάρτιος 1946

Με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε η διαμάχη μεταξύ των δύο μεγάλων κερδισμένων (ΗΠΑ και ΕΣΣΔ), για τον έλεγχο σε περιοχές που ανήκαν στην άλλοτε κραταιά Βρετανική Αυτοκρατορία. Το πρώτο πεδίο αντιπαράθεσης ήταν το Ιράν, το οποίο στη διάρκεια του Πολέμου είχε καταληφθεί από Σοβιετικούς και Αμερικανούς, ώστε να υπάρχει διαρκής ροή εφοδίων προς την ΕΣΣΔ. Με το πέρας του Πολέμου η ΕΣΣΔ απαίτησε ποσοστό στα δικαιώματα εκμετάλλευσης του πετρελαίου του Ιράν, όπως προβλεπόταν σε συμφωνία των δύο μεγάλων δυνάμεων. Για το λόγο αυτό μεταφέρθηκαν σοβιετικά τεθωρακισμένα στην σοβιετο-ιρανική μεθόριο. Η απάντηση των ΗΠΑ ήταν σε μορφή τελεσιγράφου: «Αποσυρθείτε εντός 48 ωρών, διαφορετικά θα χρησιμοποιήσουμε την ατομική βόμβα». Την επομένη οι Σοβιετικοί αποσύρθηκαν, ωστόσο τρεις μήνες αρνήθηκαν να συναινέσουν στο σχέδιο Μπαρούχ για τον διεθνή έλεγχο υλικών προς παραγωγή ατομικών όπλων.

 

Ιούνιος 1948 - Σεπτέμβριος 1949

Αποτελεί την πρώτη σοβαρή κρίση στο έδαφος της Ευρώπης. Η αφορμή δόθηκε από τους Σοβιετικούς με τον αποκλεισμό, που επέβαλλαν στο Βερολίνο, το οποίο βρισκόταν υπό κατοχή από Βρετανία, Γαλλία, ΕΣΣΔ και ΗΠΑ. Ωστόσο, η πόλη βρισκόταν καθαρά μέσα στη ζώνη ελέγχου των Σοβιετικών. Σχεδόν αμέσως οι Δυτικοί ξεκίνησαν αεροπορικές αποστολές ανεφοδιασμού των αποκλεισμένων τμημάτων του Βερολίνου και παράλληλα ξεκίνησαν διεργασίες μεταξύ του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου και του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας για την ρίψη ατομικής βόμβας στην ΕΣΣΔ. Τελικά, το Σεπτέμβριο του 1949 οι Σοβιετικοί ήραν τον αποκλεισμό και η κρίση τελείωσε. Μαζί με την άρση του αποκλεισμού, όμως πραγματοποιήθηκε η πρώτη δοκιμή ατομικής βόμβας της ΕΣΣΔ, βάζοντας σε τέλος το αμερικανικό μονοπώλιο.

 

Σεπτέμβριος 1954- Μάιος 1955

Ο χορός των πυρηνικών κρίσεων μεταφέρεται στην Άπω Ανατολή. Το 1949 ο αγώνας για την εξουσία της Κίνας έληξε με την επικράτηση του κομμουνιστή Μάο Τσε Τούνγκ και την εξορία του αντιπάλου του, Τσιάνγκ Κάι- Σεκ στην Ταϊβάν. Από εκεί ο Τσιάνγκ Κάι- Σεκ ήταν σε θέση να απειλεί με εισβολή και ανατροπή του καθεστώτος. Τον Αύγουστο του 1954 μετέφερε περίπου 70.000 στρατιώτες σε δύο νήσους, 8 μίλια από τις κινεζικές ακτές. Η αντίδραση του Μάο ήταν ο βομβαρδισμός των νησιών. Το αμερικανικό Γενικό Επιτελείο συστήνει τον βομβαρδισμό της Κίνας με ατομικά όπλα. Η κινεζική απάντηση στην απειλή περιπλέκει την υπόθεση καθώς το Νοέμβριο καταδικάζονται σε θάνατο 13 αιχμάλωτοι αμερικανοί πιλότοι (Κορέα). Το Μάρτιο του 1955 οι δηλώσεις του Αμερικανού ΥπΕΞ αλλά και του ίδιου του προέδρου (Eisenhower) προετοιμάζουν τον κόσμο για τη χρήση της ατομικής βόμβας εναντίον της Κίνας. Από τον Απρίλιο ξεκινάει η αποκλιμάκωση με την Κίνα να δηλώνει ότι θα διαπραγματευθεί το θέμα της Ταϊβάν, ενώ το Μάιο σταματάει τον βομβαρδισμό των δύο νησιών και ένα μήνα αργότερα απελευθερώνει 11 από τους πιλότους.

 

Οκτώβριος- Νοέμβριος 1956

Η αφορμή για την εκδήλωση της κρίσης ήταν ο πόλεμος Αιγύπτου και Ισραήλ για τον έλεγχο του Σουέζ. Στις 26/7/1956 ο πρόεδρος της Αιγύπτου Νάσσερ εθνικοποιεί τη διώρυγα του Σουέζ, γεγονός, που έχει επιπτώσεις στην παροχή πετρελαίου σε Βρετανία και Γαλλία (75% της συνολικής τους κατανάλωσης). Οι δύο χώρες ετοιμάζουν στρατιωτική επέμβαση εναντίον της Αιγύπτου αλλά τις αποτρέπει ο Eisenhower. Οι ΗΠΑ προμηθεύονταν από τη Μέση Ανατολή μόλις το 4% των αναγκών τους σε πετρέλαιο. Μετά την εξέλιξη αυτή οι Αγγλογάλλοι πείθουν το Ισραήλ να επιτεθεί στην Αίγυπτο. Πράγματι το Ισραήλ καταλαμβάνει το Σινά και συνεχίζει προς κατάληψη της διώρυγας. Παράλληλα, στο διπλωματικό κομμάτι της κρίσης, οι ΗΠΑ ζητούν παύση των εχθροπραξιών και η Βρετανία ζητά από την Αίγυπτο την παράδοση της διώρυγας.

Μετά την άρνηση της Αιγύπτου καταλαμβάνεται το Port Said από Αγγλογαλλικές δυνάμεις και σε αυτό το σημείο εισέρχεται και η ΕΣΣΔ απειλώντας με ολοκαύτωμα Λονδίνο και Παρίσι. Οι ΗΠΑ αυτή τη φορά συντάσσονται με Βρετανία, Γαλλία και απειλούν με ισόμετρα αντίποινα. Τελικά, στις αρχές του Νοεμβρίου γίνεται κατάπαυση του πυρός. Η έξοδος από την κρίση ήταν μία στρατηγική ήττα για τη Δύση καθώς απωλέσθηκε ο έλεγχος της διώρυγας, ενώ η ΕΣΣΔ αύξησε την επιρροή της στον αραβικό κόσμο. Ωστόσο, ένα ακόμα σημαντικό γεγονός είναι η απόφαση των ΗΠΑ να μην υποστηρίξει Βρετανία και Γαλλία, δείχνοντας ποια χώρα θα όριζε τη δυτική στρατηγική στο εξής.

 

Αύγουστος- Οκτώβριος 1958

Για ακόμα μία φορά ο Τσιάνγκ Κάι- Σεκ εκμεταλλεύεται την εύνοια που του δείχνουν οι ΗΠΑ στον αντικομουνιστικό του αγώνα. Στις 24 Αυγούστου η Κίνα ξεκινάει βομβαρδισμό δυνάμεων του Τσιάνγκ Κάι- Σεκ, όπως συνέβη και στην προηγούμενη κρίση. Οι Αμερικανοί σκέπτονται το σενάριο πυρηνικής επίθεσης εναντίον της Κίνας, ενώ παράλληλα οι Σοβιετικοί ενημερώνουν τον Eisenhower, ότι σε τέτοια περίπτωση η ΕΣΣΔ θα βοηθήσει την Κίνα. Στις 11 Σεπτεμβρίου ο πρόεδρος μέσω της τηλεόρασης ανακοινώνει ότι ενδεχόμενο πυρηνικό χτύπημα εναντίον της Κίνας θα επιφέρει και την «ανάλογη» εμπλοκή των Σοβιετικών. Η κοινή γνώμη αντιτίθεται και προκειμένου να βγουν οι ΗΠΑ από την κρίση ο Υπ. Άμυνας (Neil McElroy) προτείνει τη δολοφονία του Τσιάνγκ Κάι- Σεκ. Τελικά, βρίσκεται μία φόρμουλα, που ικανοποιεί Κινέζους, Αμερικανούς και Σοβιετικούς. Οι δυνάμεις του Τσιάνγκ Κάι- Σεκ βομβαρδίζονται τις μονές ημέρες του μήνα και ανεφοδιάζονται τις ζυγές. Έτσι, μετά από ένα μήνα περίπου η κρίση τερματίστηκε με αυτόν τον παράδοξο τρόπο.

 

Ιούλιος- Οκτώβριος 1961

Το Βερολίνο αποτελούσε από την πρώτη στιγμή της κατάληψής του εστία έντασης μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Μάλιστα το 1958 ο Γενικός Γραμματέας της ΕΣΣΔ, Ν. Χρουστσώφ αξίωσε την παράδοση του Βερολίνου εξολοκλήρου στην Ανατολική Γερμανία. Παράλληλα, οι Αμερικάνοι είχαν πάντα το φόβο ενός νέου αποκλεισμού της πόλης, όπως συνέβη το 1949. Για το λόγο αυτό ο πρόεδρος Κέννεντυ αυξάνει τις αμυντικές δαπάνες και δημιουργεί ένα κλίμα αντιπαράθεσης με τους Σοβιετικούς, για το Βερολίνο. Οι Σοβιετικοί από τη μεριά τους απαγορεύουν την έξοδο από το Βερολίνο σε πρόσφυγες και ξεκινούν την ανέγερση του τείχους του Βερολίνου. Η κλιμάκωση της κρίσης οδηγεί τους Αμερικανούς επιτελείς στην εκπόνηση σχεδίου για αιφνιδιαστική μαζική πυρηνική επίθεση με τη χρήση βομβαρδιστικών. Όταν ο McNamara (Υπουργός Άμυνας) δείχνει το σχέδιο στο Λόρδο Μαουντμπάττεν αυτός απαντά: «Θεέ μου! Αυτός που το σκέφτηκε είναι τρελός». Τελικά, ο Χρουστσώφ δηλώνει ότι κατανοεί τις ανησυχίες της δύσης για το Βερολίνο και προθυμοποιείται για διαπραγματεύσεις.

 

Οκτώβριος 1962

Τα γεγονότα της Κούβας αποτελούν αναμφισβήτητα την πιο σοβαρή κρίση του Ψυχρού Πολέμου. Η αρχή έγινε με την παρουσίαση στον Kennedy φωτογραφιών σοβιετικών πυραυλικών βάσεων στην Κούβα. Ο Αρχηγός του Αεροπορικού Επιτελείου (USAAF Chief of Staff) πρότεινε το βομβαρδισμό των εγκαταστάσεων, ενώ ο Υπουργός Άμυνας και ο R. Kennedy ήταν υπέρ του ναυτικού αποκλεισμού. Ο πρόεδρος επέλεξε τη δημοσιοποίηση της υπόθεσης και την δημόσια απαίτηση για αποχώρηση των Σοβιετικών από την Κούβα. Εντωμεταξύ, οι Σοβιετικοί είχαν εγκαταστήσει ήδη 42 πυραύλους μέσου βεληνεκούς και ανέμεναν 25 σοβιετικά μεταφορικά. Από τη μεριά τους οι Αμερικανοί κινητοποίησαν 180 πλοία, 68 αεροπορικές μοίρες, 8 αεροπλανοφόρα, ενώ στη Φλώριδα συγκεντρωνόταν η μεγαλύτερη δύναμη εισβολής από το Β’ ΠΠ. Τα στρατηγικά βομβαρδιστικά Β52 είχαν απογειωθεί οπλισμένα με πυρηνικά όπλα. Ο Χρουστσώφ δήλωνε ότι εάν παρενοχληθούν τα σοβιετικά πλοία η ΕΣΣΔ θα αντιδράσει. Για το σκοπό αυτό έξι σοβιετικά υποβρύχια κατευθύνονταν προς Κούβα. Για δυο μέρες ο κόσμος κράτησε την αναπνοή του. Στις 26/10 ο Χρουστσώφ μηνύει στον Kennedy ότι οι πύραυλοι θα αποσυρθούν εάν οι ΗΠΑ αποτραβήξουν το στόλο και δεν εισβάλλουν στην Κούβα. Ο Kennedy τελικά συμφωνεί. Με τη λήξη της κρίσης, οι δύο ηγέτες αντιλήφθηκαν ότι ο πυρηνικός πόλεμος δεν είναι και τόσο απίθανος, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μία προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων, η οποία αποδείχτηκε βραχύβια, λόγω της δολοφονίας του Αμερικανού προέδρου το 1963 και της απομάκρυνσης του Χρουστσώφ από την εξουσία το 1964.

 

Δεκέμβριος 1983- Νοέμβριος 1985

Η περίοδος από το 1962 (Κρίση της Κούβας) μέχρι το 1983 κύλησε σχετικά ήρεμα, με ελάσσονος σημασίας κρίσεις, αλλά χαρακτηρίστηκε από την κούρσα των εξοπλισμών (Arms’ Race). Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι Αμερικανοί προχωρούσαν στην εγκατάσταση των λειτουργικών συστημάτων που θα επέτρεπαν την εξαπόλυση ενός ισχυρού «πρώτου πλήγματος». Το πλήγμα αυτά περιελάμβανε:

  1. Αποκεφαλισμό της σοβιετικής ηγεσίας με χρήση των υψηλής ακρίβειας πυραύλων Pershing II. Ο χρόνος πτήσης των πυραύλων από τις βάσεις της Δυτικής Γερμανίας στη Μόσχα ήταν έξι λεπτά.

  2. Καταστροφή των σοβιετικών πυρηνικών όπλων στις βάσεις τους με χρήση πυραύλων ΜΧ και Trident II καθοδηγούμενων από το Navstar (δορυφορικό σύστημα καθοδήγησης) και βαλλιστικών πυραύλων από υποβρύχια

  3. Προστασία των ΗΠΑ από όσους πύραυλους πυροδοτούνταν από το σύστημα SDI (Strategic Defense Initiative), ή «Πόλεμος των Άστρων», όπως αρέσκονταν να το αποκαλούν οι Αμερικάνοι.

Η κρίση εκδηλώθηκε όταν οι πρώτοι Pershing εγκαταστάθηκαν στη βάση Ramstein. Οι Σοβιετικοί εγκατέλειψαν τις διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά όπλα στη Γενεύη, χωρίς προοπτική επανέναρξης και οι αμερικανο-σοβιετικές σχέσεις έφθασαν στο χειρότερο επίπεδο του Ψυχρού Πολέμου. Στις 11/3/1985 και έπειτα από συνεχείς αλλαγές στην εξουσία (Μπρέζνιεφ, Αντρόπωφ, Τσερνιένκο), Γενικός Γραμματέας της ΕΣΣΔ ψηφίστηκε ο Μ. Γκορμπατσόφ, ο οποίος ξεκίνησε μία πολιτική αποκλιμάκωσης των εξοπλισμών και μονομερή παύση των πυρηνικών δοκιμών για 19 μήνες. Το Νοέμβριο του 1985 συναντάται στη Γενεύη με τον Αμερικανό πρόεδρο και μετά από δύο χρόνια υπογράφεται η συμφωνία μείωσης των πυρηνικών μέσου βεληνεκούς.

Σήμερα, παρά το τέλος του ψυχρού πολέμου, τα πυρηνικά οπλοστάσια των πυρηνικών δυνάμεων εξακολουθούν να «επαρκούν» για να καταστρέψουν τον πλανήτη περισσότερες από μία φορές. Ο κίνδυνος μιας γενικευμένης σύρραξης και χρήσης στρατηγικών πυρηνικών όπλων φαίνεται να έχει απομακρυνθεί. Όμως ενισχύεται η εξίσου εφιαλτική προοπτική χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων (κατευθυνόμενες βόμβες χαμηλής ισχύος) σε περιπτώσεις όπως η αναμενόμενη επέμβαση στο Ιράκ, εξέλιξη που αν πραγματοποιηθεί, μάλλον ανοίγει το κουτί της Πανδώρας.

Ο Σπύρος Δελήμπασης γεννήθηκε το 1976 στη Λάρισα. Είναι διπλωματούχος Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Ηλεκτρονικών Υπολογιστών του Α.Π.Θ. Ζει στη Λάρισα και εργάζεται σε εταιρεία πληροφορικής και ασφάλειας συστημάτων.