Η αρχαία ελληνική μουσική μας λείπει σχεδόν ολοκληρωτικά ως ήχος, ρυθμός ή μελωδία. Η ιδέα που έχουμε γι’ αυτήν προέρχεται από λίγα μεταγενέστερα μουσικά κείμενα που έχουν σωθεί και κυρίως από έμμεσες πληροφορίες που μας έρχονται από δύο διευθύνσεις: από τα γραπτά κείμενα και από τις παραστάσεις σε μνημεία.

Τα γραπτά κείμενα αρχίζουν ουσιαστικά με τα ομηρικά έπη, ενώ τα θεωρητικά κείμενα για τη μουσική προέρχονται από πολύ όψιμες εποχές. Οι πρώτες παραστάσεις μουσικών ή μουσικών οργάνων στον ελληνικό χώρο προέρχονται από την εποχή της Χαλκοκρατίας (2800-1100 π.Χ.)

Τα πιο γνωστά μουσικά όργανα είναι η λύρα και ο αυλός. Οι κυριότερες μορφές οργάνων τύπου λύρας στην αρχαία Ελλάδα ήταν η φόρμιγξ, η λύρα, η βάρβιτος και η κιθάρα.

Το πρώτο από τα παραπάνω όργανα που αναφέρουν οι θεωρητικές πηγές είναι η φόρμιγξ. Αναφέρεται στον Όμηρο και είναι απλούστερο σε μορφή από αυτήν την ομάδα οργάνων. Έχει τα χαρακτηριστικά της αρχαίας κιθάρας, δηλαδή σχετικά μεγάλο ηχείο με χοντρούς βραχίονες (πήχεις) οι οποίοι είναι είτε προσαρμοσμένοι στο ηχείο είτε σχηματίζουν μ’ αυτό ένα ενιαίο σώμα. Έχει συνήθως 4, αλλά επίσης 2, 3, 5 ή και 6 χορδές.

Φόρμιγξ &  Λύρα

Η λύρα και η βάρβιτος εμφανίζονται στις φιλολογικές πηγές αργότερα. Η λύρα έχει σχετικά με μικρό ηχείο από καύκαλο χελώνας και δύο ξεχωριστούς, προσαρμοσμένους στο ηχείο βραχίονες. Λόγω του υλικού (ή του σχήματος) του ηχείου της ονομάζεται επίσης χέλυς ή χελώνη.

Η βάρβιτος ήταν είδος λύρας, οι βραχίονες της οποίας ήταν μακρύτεροι και στο ανώτερο τμήμα σχημάτιζαν καμπύλη προς τα μέσα. Ο ήχος της λόγω του μεγαλύτερου μήκους χορδών, ήταν ιδιαίτερα βαθύς.

Κιθάρα
 

Η κιθάρα ήταν σε σχέση με τα προηγούμενα όργανα μεγαλύτερη και είχε πιο περίτεχνη κατασκευή του ηχείου και των πήχεων. Ήταν γνωστό τουλάχιστον από τον 7ο αιώνα π.χ. όμως τη μεγαλύτερη διάδοση γνώρισε από τον 5ο αιώνα και ύστερα, επειδή χάρη στην κατασκευή της είχε πιο δυνατό ήχο και προσφερόταν ιδιαίτερα για δεξιοτεχνικό παίξιμο μπροστά σε μεγάλο ακροατήριο. Ο αριθμός των χορδών της ήταν αρχικά 7, αργότερα όμως μαρτυρούνται και κιθάρες με περισσότερες χορδές. Και τα τέσσερα παραπάνω όργανα παίζονταν με πλήκτρο (όχι με δάχτυλα).

Μία άλλη κατηγορία εγχόρδων αποτελούσαν τα ψαλτικά όργανα που παίζονταν με τα δάχτυλα. Σ’ αυτά ανήκουν το τρίγωνον (=άρπα) και η μάγαδις (=πολύχορδο όργανο τύπου άρπας). Η σαμβύκη ήταν επίσης είδος άρπας με ύψος πάνω από ένα μέτρο, παίζονταν όμως με πλήκτρο.

Από τα λαουτοειδή όργανα το πιο γνωστό ήταν η πανδούρα η οποία παιζόταν με πλήκτρο. Τα έγχορδα με δοξάρι ήταν άγνωστα σε όλους τους αρχαίους μουσικούς πολιτισμούς.

Από τα πνευστά όργανα το πιο γνωστό και διαδεδομένο ήταν ο αυλός. Ήταν πνευστό με διπλή (ίσως μερικές φορές και με απλή) γλωττίδα, δηλαδή όργανο τύπου σύγχρονου όμποε ή ζουρνά, ή, όταν είχε μονή γλωττίδα, κλαρινέτου ή μαντούρας. Κατασκευαζόταν σε διάφορα μεγέθη και χρησιμοποιούταν συνήθως σε ζευγάρι ως διπλός αυλός (δίαυλος, δίδυμοι αυλοί κτλ.) οι δύο αυλοί του ζευγαριού μπορεί να είχαν το ίδιο ή διαφορετικό μήκος σωλήνα. Άλλα πνευστά όργανα ήταν η σύριγξ, όργανο τύπου φλάουτου αποτελούμενο από παράλληλους κολλημένους μεταξύ τους καλαμένιους σωλήνες (συνήθως 7, αλλά επίσης 5 ή 9), και η σάλπιγξ που τη χρησιμοποιούσαν στον πόλεμο και στην αναγγελία διαφόρων τελετών.

Εκτός από τα έγχορδα (χορδόφωνα) και τα πνευστά (αερόφωνα) υπήρχαν επίσης πολλά κρουστά, όπως τα κρόταλα, τα κύμβαλα, το τύμπανο, η κρούπεζα ή το κρουπέζιον το οποίο ήταν ξύλινο παπούτσι που το φορούσε συνήθως ο κορυφαίος του χορού για να κρατά το χρόνο, και το χαλκόφωνο της Κάτω Ιταλίας.