Χωρίς αμφιβολία το μέγεθος της αποχής στις Ευρωεκλογές είναι ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα θέματα που προέκυψαν από την εκλογική διαδικασία.

Δεν ήταν λίγα τα μέσα ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά, που έσπευσαν να αναγορεύσουν την αποχή σε πραγματικό νικητή της εκλογικής διαδικασίας. Η πιο διαδεδομένη ερμηνεία είναι πώς μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος προτίμησε να απέχει, όντας απογοητευμένο από το πολιτικό σκηνικό και θεωρώντας πώς κανένας από τους υφιστάμενους πολιτικούς σχηματισμούς δεν το εκφράζει.

 

Έλληνες ψηφοφόροι, κόμματα και ιδεολογίες

Η όποια αξιολόγηση του φαινομένου πρέπει να λάβει υπ’ όψιν της κάποια βασικά δεδομένα. Κατ’ αρχήν η Ελληνική Δημοκρατία, σε αντίθεση με άλλες δυτικές δημοκρατίες, ποτέ δεν ήταν συνηθισμένη σε μεγάλα ποσοστά αποχής. Αυτό το δεδομένο έχει την ερμηνεία του σε δύο βασικές παραμέτρους. Ο Ελληνικός λαός εξαιτίας της πρόσφατης ιστορίας του ήταν, και πιθανότατα εξακολουθεί να είναι, πολύ πιο πολιτικοποιημένος σε σχέση με άλλες χώρες που δε βίωσαν τις τελευταίες δεκαετίες καταστάσεις πολιτικής ανωμαλίας. Παράλληλα όμως ο Έλληνας ψηφοφόρος ήταν και πιο συνδεδεμένος με το πολιτικό σκηνικό εξαιτίας της πελατειακής σχέσης σε επίπεδο κόμματος και πολιτικών. Ουσιαστικά δηλαδή η πολιτική του επιλογή δεν είχε μόνο σχέση με ιδεολογικά ή πολιτικά κριτήρια, αλλά καθοδηγούταν σε μεγάλο βαθμό από το υπέρτατο αγαθό της ελληνικής κοινωνίας, το διορισμό στο δημόσιο. Ο δρόμος γι αυτό το αγαθό έχει ως απαραίτητες στάσεις γραφεία κομματικών οργανώσεων, πολιτευτών, βουλευτών και υπουργών.

Τα τελευταία χρόνια αυτές οι δύο παράμετροι έχουν αρχίσει να αποκτούν εντελώς διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Στις τελευταίες εκλογές κλήθηκαν στις κάλπες νέοι οι οποίοι ήταν ακόμα αγέννητοι όταν τελείωνε η δεκαετία του 80, ίσως η τελευταία δεκαετία με πολιτικά χαρακτηριστικά γνήσια ελληνικά (μετά αρχίσαμε να γινόμαστε Ευρωπαίοι και ήρθαν τα «Κώστα μου, Αντρέα μου»). Ακόμα και οι λίγο μεγαλύτερες σειρές ψηφοφόρων δεν έχουν παραστάσεις της ιδεολογοπολιτικής αντιπαράθεσης δύο υπερδυνάμεων, δεν άκουσαν ποτέ ζωντανά στις ειδήσεις το όνομα της μίας από αυτή. Για αρκετούς από αυτούς η δικτατορία και ο Εμφύλιος είναι περίοδοι που χάνονται στο μακρινό παρελθόν, μόλις λίγο πιο πρόσφατα από τον Πελοποννησιακό πόλεμο και την Επανάσταση του 1821. Αν όλα αυτά συνδυαστούν και με τη δεδομένη έλλειψη, διεθνώς, εμφάνισης νέων ιδεολογικών ρευμάτων και παραγωγής πολιτικής σκέψης, το αποτέλεσμα είναι ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος να μην έχει ιδεολογικές καταβολές (χωρίς να εξετάζεται επί του παρόντος αν αυτό είναι θετικό ή αρνητικό), και ανεπτυγμένη πολιτική σκέψη.

Παράλληλα έχει πληγεί σημαντικά και ο πελατειακός χαρακτήρας της σχέσεως των ψηφοφόρων με τα κόμματα. Όχι επειδή ο διορισμός στο δημόσιο έχει χάσει κάτι από την αίγλη του, αλλά επειδή το υπερκορεσμένο (αν και με λάθος κατανομή ανθρώπινου δυναμικού) δημόσιο έχει αρχίσει να εξαντλεί τα όρια του στην απορρόφηση εργαζομένων. Παράγωγο αυτού του στοιχείου, υποκατάστατο του διορισμού, είναι η σταδιακή γιγάντωση του θεσμού των συμβασιούχων. Όμως, αν ο κακοπληρωμένος, ανασφάλιστος συμβασιούχος δε μετατραπεί σε μόνιμο δημόσιο υπάλληλο η πελατειακή σχέση διαταράσσεται και συχνά διαρρηγνύεται.

Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η αποχώρηση από το πολιτικό σκηνικό πολιτικών όπως ο Καραμανλής (ο γηραιότερος), Ανδρέας Παπανδρέου και ο Μητσοτάκης, πρόσωπα τα οποία λειτουργούσαν εντόνως πολωτικά εξαιτίας της προσωπικής τους πολιτικής ιστορίας, των μεταξύ τους σχέσεων και του ειδικού τους βάρους (όπως κι αν αυτό αξιολογείται).

Το αποτέλεσμα είναι πώς την τελευταία δεκαπενταετία περίπου παρατηρείται μια σταδιακή αλλά σταθερή αποδυνάμωση του σκληρού πυρήνα των κομματικών ψηφοφόρων και διευκολύνονται οι μετακινήσεις ψήφων, ακόμα και μεταξύ των άκρων του κομματικού συστήματος. Τα κόμματα, πλήν ίσως ΚΚΕ, δεν μπορούν πλέον να θεωρούν δεδομένο, είτε ιδεολογικά είτε πελατειακά, ένα συγκεκριμένο τμήμα του εκλογικού σώματος, αλλά πρέπει να παλέψουν για να πείσουν και σε αυτό αποδεικνύονται εξαιρετικά ανεπαρκή.

 

Απαξίωση της πολιτικής

Κάτω από αυτό το γενικό τίτλο συγκεντρώνονται τα περισσότερα από τα νοσηρά φαινόμενα που ταλαιπωρούν την πολιτική αλλά και την κοινωνική ζωή. Από μόνο του αυτό το κλίμα είναι αντικείμενο μιας μεγάλης ανάλυσης, συνοψίζεται όμως σε μια γενικευμένη αίσθηση ότι ο τρόπος που οι πολιτικοί ασκούν πολιτική δεν αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, αλλά στην προσωπική τους αποκατάσταση μέσω του κόμματος και της εξουσίας. Δυστυχώς το στελεχιακό δυναμικό των περισσότερων κομμάτων απαρτίζεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό από άτομα που δεν έχουν ασκήσει πραγματικό επάγγελμα και δεν έχουν γνώση των συνθηκών της αληθινής, καθημερινής οικονομίας και των προβλημάτων της. Πρόκειται ουσιαστικά για «παιδιά του σωλήνα» που αναδείχθηκαν μέσω των κομματικών νεολαιών και έχουν σημαντικότατες ελλείψεις σε βασικές γνώσεις και, όχι σπάνια, σε αντίληψη και ικανότητες.

Ίσως το έλλειμμα ικανοτήτων, αντίληψης και γνώσεων να ακούγεται ως βαριά κουβέντα, όμως οι ίδιοι οι πολιτικοί φροντίζουν να το επιβεβαιώνουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα πρόσφατα μέτρα για την αύξηση των δημοσίων εξόδων, όπως το ΕΤΑΚ, η «τακτοποίηση» των ημϊυπαίθριων, τα φορολογικά μέτρα, οι κατά καιρούς περαιώσεις. Κάθε ένα από τα μέτρα αυτά, ακόμα και αν ο κρατικός μηχανισμός καταφέρει να τα εφαρμόσει, ουσιαστικά «προσφέρουν» λιγότερα έσοδα από εκείνα τα οποία θα χαθούν εξαιτίας των παράπλευρων αποτελεσμάτων που θα προκαλέσουν. Κάποιος θα μπορούσε εύλογα να παρατηρήσει ότι τα κατά καιρούς μέτρα δεν είναι μόνο ανόητα αλλά και ύποπτα, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που εξυπηρετούν συμφέροντα, ή προστατεύουν κάποια άλλα. Ας διαλέξουν οι ίδιοι οι πολιτικοί τι τους εκφράζει περισσότερο, να θεωρούνται ανόητοι, ή διεφθαρμένοι. Η αλήθεια είναι ότι μάλλον είναι και από τα δύο.

Ταυτόχρονα η εικόνα των αντίπαλων πολιτικών όταν συζητούν και αντιπαρατίθενται ακολουθεί ένα συγκεκριμένο μοτίβο: στείρα αντιπαράθεση με μπόλικη δόση παρελθοντολογίας, μηδενική διάθεση αυτοκριτικής και απόλυτη απουσία κάθε διάθεσης συνεργασίας και εποικοδομητικών συμβιβασμών για το καλό του τόπου. Το κόμμα είναι πέρα και πάνω από όλα.

 

Τα παραπάνω δεδομένα είναι οι βασικές, αν και όχι οι μόνες, αιτίες που οδήγησαν στα ποσοστά αποχής στις ευρωεκλογές. Όμως είναι η αποχή πολιτική στάση; Εξ’ ορισμού, στις δημοκρατίες οι αποφάσεις λαμβάνονται από αυτούς που συμμετέχουν. Τα ποσοστά που λαμβάνουν τα κόμματα προκύπτουν επί του συνόλου εκείνων που ψήφισαν. Εκείνοι που απείχαν αποτελούν ένα ενδιαφέρον αριθμητικό δεδομένο που έχει όμως μόνο στατιστική και καμία πολιτική αξία καθώς δε διαμορφώνουν καμία πολιτική εξέλιξη. Αντίθετα στέλνουν μήνυμα ανοχής, αδιαφορίας και αποστασιοποίησης.

Τα κακώς κείμενα της πολιτικής ζωής έχουν ρίζες πολύ βαθιές και δεν είναι δυνατό να αλλάξουν μέσα σε μία ή σε 2 τετραετίες και δεν είναι δυνατό να αλλάξουν από την κορυφή καθώς οι εκεί ευρισκόμενοι αποτελούν την καρδιά του προβλήματος. Οι όποιες αλλαγές μπορούν να έρθουν σταδιακά και από τα χαμηλά. Από τις εκλογικές διαδικασίες στους συλλογικούς, επαγγελματικούς και συνδικαλιστικούς φορείς στις οποίες είναι πιο εύκολες οι διαμορφώσεις ανεξάρτητων σχημάτων, ενιαίων ψηφοδελτίων και εναλλακτικών μορφών αντιπροσώπευσης. Το αν οι προσπάθειες αυτές θα φτάσουν κάποια στιγμή στην κορυφή εξαρτάται και από τη διαμόρφωση πραγματικής πολιτικής και δημοκρατικής παιδείας σε όλους και τελικά εξαρτάται από την πραγματική προσωπική θέληση και στάση του καθενός, από τον γόνιμο προβληματισμό, την ορθή σκέψη και το αίσθημα ευθύνης κάθε φορά που καλείται να πάρει μια απόφαση ψηφίζοντας.

Ο Κωστής Δελήμπασης γεννήθηκε το 1971 στη Λάρισα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Χημικών Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ. και ασκεί το επάγγελμα του Χημικού Μηχανικού από το 1996, με κύρια αντικείμενα περιβαλλοντικά έργα και μελέτες, διαχείριση βιομηχανικής επικινδυνότητας και εκτάκτων καταστάσεων και project management επενδυτικών σχεδίων και τεχνικών έργων.

Από το καλοκαίρι του 2001 εκδίδει το ηλεκτρονικό περιοδικό e-telescope.gr. Άρθρα του έχουν αναδημοσιευτεί σε πολλά ελληνικά και ξένα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.  

Περισσότερα άρθρα και επικοινωνία