Το τέλος του ψυχρού πολέμου δημιούργησε σε πολύ κόσμο την αίσθηση ότι το ενδεχόμενο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος έχει πλέον απομακρυνθεί.

Η αίσθηση αυτή είναι ως ένα βαθμό δικαιολογημένη, τουλάχιστο σε ότι αφορά τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα, αν και αυτά εξακολουθούν να υφίστανται στα οπλοστάσια των πυρηνικών δυνάμεων. Όμως μια άλλη κατηγορία πυρηνικών όπλων, τα τακτικά έρχεται στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια.

Ως τακτικά πυρηνικά όπλα ορίζονται συνήθως αυτά που έχουν ισχύ κάτω των 5 κιλοτόνων (η βόμβα της Χιροσίμα ήταν ισχύος 15 κιλοτόνων), ενώ αποστολή τους είναι η χρήση στο πεδίο της μάχης εναντίον στρατιωτικών σχηματισμών του αντιπάλου. Τα τακτικά πυρηνικά όπλα φέρονται κυρίως σε βλήματα όλμων μεγάλου διαμετρήματος, οβίδες πυροβολικού, βόμβες βαρύτητας και ναυτικές τορπίλες. Πολλά από τα σενάρια μιας σύγκρουσης μεταξύ του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Κεντρική Ευρώπη, προέβλεπαν την περιορισμένη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων, κυρίως στο χώρο της Γερμανίας, με στόχο τη δημιουργία ενός αρχικού ρήγματος στην αντίπαλη διάταξη μάχης.

Ενώ από το 1994 και μετά η έρευνα και εξέλιξη νέων τύπων τακτικών πυρηνικών όπλων είχε θεωρητικά παγώσει και μάλιστα απαγορευτεί με απόφαση του Κογκρέσου των ΗΠΑ, τα τελευταία 2 χρόνια υπάρχει συζήτηση στις ΗΠΑ για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων ισχύος περίπου 1 κιλοτόνου, μεγάλης ακρίβειας, με στόχο τη διενέργεια πληγμάτων εναντίον καλά οχυρωμένων στόχων, όπως τα καταφύγια του Χουσείν στο Ιράκ, ή οι σπηλιές του Αφγανιστάν. Παρότι έχει γίνει σημαντική προσπάθεια να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ένα πλήγμα με πυρηνικό όπλο χαμηλής ισχύος, εναντίον ενός στόχου σε μεγάλο βάθος κάτω από τη γη θα έχει μικρές έως ελάχιστες επιπτώσεις στην επιφάνεια, κάτι τέτοιο θα πρέπει να θεωρείται απίθανο. Οι περιορισμοί προκύπτουν από απλά μαθηματικά δεδομένα. Σύμφωνα με στοιχεία που προέρχονται από τις υπόγειες πυρηνικές δοκιμές των ΗΠΑ στη δεκαετία του 60, το απαιτούμενο βάθος για να περιοριστούν εντός του εδάφους τα αποτελέσματα μιας πυρηνικής έκρηξης 0,1 κιλοτόνου, είναι περίπου 70 μέτρα. Από την άλλη μεριά, η διατρητική ικανότητα μιας πυρηνικής βόμβας βαρύτητας Β61-11 (η πιο σύγχρονη στο οπλοστάσιο των ΗΠΑ), όταν αυτή ριφθεί από ύψος 12.000 μέτρων, είναι μόλις 7 μέτρα. Αν ως φορέας χρησιμοποιηθεί πύραυλος το βάθος μπορεί μεν να αυξηθεί αλλά όχι σημαντικά, καθώς υφίστανται σημαντικοί περιορισμοί σε ότι αφορά την ταχύτητα πρόσκρουσης του πυραύλου στο έδαφος, για την προστασία της πυρηνικής κεφαλής.

Και μόνο η σκέψη εισαγωγής τακτικών πυρηνικών όπλων στο πεδίο της μάχης αποτελεί ένα πραγματικά εφιαλτικό ενδεχόμενο, καθώς η μέχρι σήμερα διακριτή γραμμή ανάμεσα σε ένα συμβατικό και ένα πυρηνικό πόλεμο γίνεται αρκετά θολή, ενώ υποκρύπτει και το ενδεχόμενο ενός νέου ψυχρού πολέμου σε ένα κόσμο που έχει πάψει πλέον να είναι διπολικός.

Ο Κωστής Δελήμπασης γεννήθηκε το 1971 στη Λάρισα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Χημικών Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ. και ασκεί το επάγγελμα του Χημικού Μηχανικού από το 1996, με κύρια αντικείμενα περιβαλλοντικά έργα και μελέτες, διαχείριση βιομηχανικής επικινδυνότητας και εκτάκτων καταστάσεων και project management επενδυτικών σχεδίων και τεχνικών έργων.

Από το καλοκαίρι του 2001 εκδίδει το ηλεκτρονικό περιοδικό e-telescope.gr. Άρθρα του έχουν αναδημοσιευτεί σε πολλά ελληνικά και ξένα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.  

Περισσότερα άρθρα και επικοινωνία