Είναι η ωμή βία η λύση σε κάθε διένεξη ή θα πρέπει να αναζητήσουμε τις έξυπνες στρατηγικές και λύσεις που οδηγούν στην επίτευξη της νίκης;

Η ιστορία αποτέλεσε για μερικούς μεγάλους άνδρες μια έξυπνη παρτίδα σκάκι στην οποία ανέπτυξαν την ευφυία και τη στρατηγική τους. Είναι αρκετά ενδιαφέρον αλλά και διδακτικό να μελετήσουμε ορισμένα ιστορικά γεγονότα και να ανακαλύψουμε την πανουργία που επέδειξαν οι  σημαντικοί πρωταγωνιστές τους.

Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι γεμάτη από συγκρούσεις και πολέμους οι οποίοι κατά βάση κρύβουν ανταγωνισμούς δύναμης και κυριαρχίας  μεταξύ εθνών, κρατών αλλά και φιλόδοξων ηγετών. Ωστόσο, σε αυτό το διεθνές πεδίο των ανταγωνισμών οι νικητές δεν αναδεικνύονται πάντοτε μέσα από τα πεδία των πολεμικών συγκρούσεων. Η πανουργία, η πανέξυπνη διπλωματία, η ευρηματική παραπλάνηση και η αξιοποίηση των αδυναμιών του αντιπάλου έχουν επιφέρει πολλές φορές τη νίκη σε μαι αμφίρροπη σύγκρουση. Νίκες που ήταν το αποτέλεσμα επίμονων και υπομονετικών προσπαθείων σπουδαίων ηγετικών φυσιογνωμιών που έχουν στιγματίσει με τις πράξεις τους τη ροή των ιστορικών γεγονότων. Θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι βασικός σκοπός είναι πάντα η τελική νίκη που μπορεί να έλθει μετά από δεκαετίες προσπαθειών και όχι οι εφήμερες και βραχυπρόθεσμες νίκες στα παιδία των μαχών. Κάτι  το οποίο μόνο ένας πανέξυπνος και διορατικός άνθρωπος μπορεί να συλλάβει και εφαρμόσει. Ας δούμε όμως μερικοές από αυτές τις ηγετικές φυσιογνωμίες.

 

Μάο Τσε Τουνγκ

Ο Μάο Τσε Τουνγκ αποτέλεσε έναν από τους μεγαλύτερους ηγέτες στη διαμάχη της δύναμης. Είχε να αντιμετωπίσει πολύ σημαντικά διλήμματα στην προσπάθεια του να θεσπίσει όχι μόνο ένα νέο ιδεολογικό κίνημα, εντελώς ξένο προς τις παραδόσεις του κινεζικού λαού, αλλά και να δώσει μάχες για τη θεμελίωση και λειτουργία του Κομουνιστικού Κινεζικού Κράτους. Οι κομμουνιστές είχαν εμπλακεί σε μάχες με την εθνικιστική κυβέρνηση από το 1920. Στα τέλη του 1936 ο ηγέτης των εθνικιστών Τσιανγκ Και Σεκ αιχμαλωτίσθηκε και παραδόθηκε στους κομμουνιστές. Ωστόσο, ένα αναπάντεχο γεγονός συνέβη το 1937 όταν οι Ιάπωνες εισέβαλαν στην Κίνα και διέκοψαν τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των  κομμουνιστών του Μάο και των εθνικιστών. Τότε δημιουργήθηκε μια περίεργη πολιτική κατάσταση στην οποία οι πρώην εχθροί του κινεζικού εμφυλίου πολέμου έπρεπε να συνεργασθούν για να αντιμετοπίσουν την απειλή των Ιαπώνων εισβολέων. Ακόμα περισσότερο, μεγάλη πρόκληση αποτελούσε η απόκρουση του εξωτερικού εχθρού με τη χρήση του επαναστατικού στρατού, που σαφώς σε οργάνωση και μαχητικότητα υστερούσε από αυτόν του σημαντικότερου τότε αντιπάλου της χώρας, της Ιαπωνίας, την ίδια ώρα μάλιστα που έπρεπε να μάχεται και τα εθνικά στρατεύματα του Τσιανγκ Και Σεκ.

Ο Μάο και ο Τσιάνγκ γιορτάζουν το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου
 

Η ηγετική φυσιογνωμία του Μαο αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα που ρύθμισε την έκβαση των γεγονότων που ακολούθησαν. Υπήρχαν δύο επιλογές εκείνη τη στιγμή. Η μια επιλογή πρόσταζε την απομάκρυνση των επαναστατικών στρατευμάτων από όλα τα πεδία των μαχών ώστε να μην εμπλακούν σε μάχες με τους ισχυρούς Ιάπωνες. Η δεύτερη επιλογή ήταν η αντίσταση στον ξένο εχθρό. Ο Μάο ήταν θιασώτης της άποψης ότι πρέπει πάντα να υπάρχει ένας συγκεκριμένος εχθρός ώστε να βοηθά το λαό να συσπειρώνεται και να δίνει κύρος στον ηγέτη που τον πολεμά. Έτσι το 1937 διέταξε τα στρατεύματα του να πολεμήσουν τους Ιάπωνες καθώς πίστευε ότι πρώτον αυτός θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να σκληραγωγηθούν οι στρατιώτες του ενώ δεύτερον θα βοηθούσε στην προβολή της εικόνας του σαν προστάτη της χώρας. Αυτό που έβλεπε ο Μάο ήταν ότι η Ιαπωνία έκανε ένα παράτολμο εγχείρημα και ότι σαφώς και δε θα μπορούσε να κρατήσει τα εδάφη που θα καταλάμβανε. Μοιραία κάποια στιγμή θα αποχωρούσε και όταν αυτό θα γινόταν το πιθανότερο ήταν τα κομμουνιστικά στρατεύματα (αν δεν μάχονταν) να ήταν αποδιοργανωμένα και να έπρεπε να ξαναριχτούν στον αγώνα της κυριαρχίας. Ο Μάο χρησιμοποίησε πανέξυπνα την Ιαπωνική επίθεση σαν ένα μέσο για να συσπειρώσει το λαό της Κίνας γύρω του και για να προβάλει χειροπιαστά τη δύναμη του κινήματός του.

Η στρατηγική του Μάο εξελίχθηκε ως εξής. Αντί να  σκοτώσει τον εθνικιστή ηγέτη, έκανε μια ανεξήγητη για την εποχή εκείνη κίνηση. Συμμάχησε με τον Τσιαγκ Και Σεκ κατά των Ιαπώνων. Τον απελευθέρωσε και ουσιαστικά σύμπραξε μαζί του ώστε να πολεμήσουν οι μεν εθνικιστές με τις παραδοσιακές τακτικές (που τόσο καλά κατείχαν) τους Ιάπωνες και οι κομμουνιστές με το αντάρτικο. Αυτό που εντέλει συνέβη ήταν ότι ο εθνικιστικός στρατός, είχε επικεντρωθεί στην αντιμετώπηση των Ιαπώνων και ναι μεν είχε συμβάλει στην απελευθέρωση των κινεζικών εδαφών αλλά παράλληλα είχε εξασθενήσει από τις ισχυρές μάχες. Αντίθετα οι κομμουνιστές, εκμεταλλευόμενοι την απραξία των κυβερνητικών στρατευμάτων στα εσωτερικά θέματα, είχαν επεκτείνει ανεμπόδιστα τις σφαίρες επιρροής τους σε όλη τη χώρα ενώ παράλληλα είχαν αποκτήσει πολύτιμη πολεμική πείρα από τη συμμετοχή τους στις πολεμικές συγκρούσεις. Η επικράτηση των κομμουνιστών αποτέλεσε φυσική εξέλιξη των γεονότων και ο Μαο δικαιώθηκε για τη σύνεση και τις στρατηγικές επιλογές του. Εύκολα μπορεί να δει ένας παρατηρητής ότι η τακτική της διαμάχης και της προβολής μιας απειλής – εχθρού (στην περίπτωση αυτή η άμεση και υπαρκτή απειλή των Ιαπώνων) αποτελεί το καλύτερο όπλο για ένα ηγέτη να κρατά σε εγρήγορση το λαό και το κράτος και να κατευθύνει εξελίξεις. Όπλο που χρησιμοποίησε ο Μάο σε όλη την πορεία του.

 

Ότο φον Μπίσμαρκ

Άλλη ηγετική μορφή της διπλωματίας αποτέλεσε ο Ότο φον Μπίσμαρκ. Από την ηλικία των 35 ετών, ο νεαρός βουλευτής της πρωσικής βουλής, προσπαθούσε να αναδείξει τη Γερμανία, το νέο κράτος που θα προερχόταν από την ένωση πολλών μικρών γερμανόφωνων κρατιδίων της περιοχής με  επίκεντρο την Πρωσία. Τρία ήταν τα σημαντικότερα προβλήματα για τη δημιουργία του γερμανικού αυτού κράτους. Καταρχάς η Αυστρία που δεν επιθυμούσε μια νέα δύναμη στην περιοχήαλλά προτιμούσε τα διαμελισμένα γερμανικά κρατίδια που εύκολα μπορούσε να ελέγχει. Ακόλουθα, ο ίδιος ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ και οι υπουργοί του οι οποίοι ήταν υπέρ ενός συμβιβασμού με την Αυστρία και σε καμία περίπτωση δεν ήθελαν να προκαλέσουν τη μεγάλη αυτή δύναμη της εποχής. Τέλος, η ανετοιμότητα του Πρωσικού στρατού ο οποίος δεν μπορούσε να εγγυηθεί μια σίγουρη νίκη στα πεδία των μαχών σε περίπτωση που αυτό απαιτούταν.

Otto von Bismarck
 

Το 1850 ο πρίγκιπας Γουλιέλμος με την υποστήριξη της Βουλής και παρά την αντίθεση του Βασιλιά, θέλησε να κινητοποιήσει τα πρωσικά στρατεύματα κατά της Αυστρίας. Ο Μπίσμαρκ, που ήταν γνωστός για την επιθυμία του να κάνει πόλεμο με την Αυστρία, προχώρησε σε μια κίνηση παραπλάνησης που έκανε μεγάλη αίσθηση και ουσιαστικά απέτρεψε τον πόλεμο. Εκφώνησε στη βουλή ένα συγκινητικό λόγο για τη μη αναγκαιότητα του πολέμου και για τα δεινά που μπορεί να φέρει σε περίπτωση που δεν ανταποκρίνεται σε ισχυρά ιδεώδη και αξίες. Πολλοί βουλευτές μεταπείσθηκαν όταν άκουσαν έναν πρώην στρατιωτικό και ένθερμο υποστηρικτή του πολέμου να λέει τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που όλοι θεωρούσαν ότι πρέσβευε. Ο πόλεμος απετράπη και ο βασιλιάς της Αυστρίας  αντάμειψε τον Μπίσμαρκ θέτοντάς τον υπουργό των εξωτερικών. Η πορεία για την εξουσία είχε ανοίξει. Ο Μπίσμαρκ από απλός βουλευτής έγινε υπουργός εξωτερικών και αργότερα πρωθυπουργός της Πρωσίας. Μια θέση από την οποία οδήγησε τη χώρα του σε πόλεμο και κυριαρχία επί της Αυστρίας. Ο Ότο φον Μπίσμαρκ ανέδειξε τις αρετές της υπομονής, της παραπλάνησης και του οράματος. Κατανοούσε ότι η χρονική στιγμή, που είχε προταθεί από τον Πρίγκηπα Γουλιέλμο ο πόλεμος ήταν λανθασμένη. Έπρεπε να προετοιμασθεί καλύτερα ο πρωσικός στρατός, να πεισθούν ακόμα περισσότερο οι κυβερνώντες της χώρας και ο λαός για την αναγκαιότητα μιας τέτοιας κίνησης αλλά και να ανέλθει ο ίδιος σε ισχυρότερη θέση από την οποία να μπορούσε να εγγυηθεί την επιτυχία του σχεδίου αυτού (που αποτελούσε και μέρος του πλάνου του για την κυριαρχία του νέου γερμανικού κράτους). Ο χρόνος μπορεί να πέρναγε, οι περισσότεροι να αποπλανούνται από εφήμερες διπλωματικές κινήσεις εντυπωσιασμού, αλλά ο βασικός στόχος παρέμενε πάντα ο ίδιος για τον Μπίσμαρκ. Το 1863 ο Πρώσος πια πρωθυπουργός, έθεσε τα σχέδια του για δημιουργία ενός Γερμανικού κράτους με επίκεντρο την Πρωσία. Το σχέδιο του θα εκμεταλλευόταν τους ανταγωνισμούς μεταξύ των κυρίαρχων δυνάμεων της εποχής της Αγγλίας, της Αυστρίας και της Γαλλίας. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να συμπράξει με την Αυστρία (το φυσικό αντίπαλο της Πρωσίας) ώστε να διεκδικηθούν τα εδάφη του Σλέβιγκ-Χολσταίν από τη μικρή Δανία. Με αυτόν τον τρόπο ο Μπίσμαρκ παραπλανεί  την Αυστρία ως προς τις προθέσεις του και έχοντας τον Αυστριακό στρατό σαν εγγυητή προβαίνει σε μια δοκιμή των δυνατοτήτων του Πρωσικού στρατού. Αμέσως μετά την κατάληψη των εδαφών, ο Μπίσμαρκ με αριστοτεχνικούς χειρισμούς διεκδίκησε και απέκτησε τα εδάφη για λογαριασμό της Πρωσίας και όχι της χαλαρής γερμανικής ομοσπονδίας με ηγέτιδα την Αυστρία. Ακόλουθα, το 1866 ο Μπίσμαρκ έπεισε το βασιλιά Γουλιέλμο να κηρύξει τον πόλεμο στην Αυστρία και όντως η Πρωσία νίκησε την Αυστρία στον Πόλεμο των Εφτά Εβδομάδων. Πάλι έπραξε μια κίνηση υψηλής διπλωματίας συγκρατώντας τον πρωσικό στρατό στο να βαδίσει και να καταλάβει τη Βιέννη. Αντίθετα, σαν να επρόκειτο για ένα μεγάλο φιλειρηνιστή συνθηκολόγησε με την ηττημένη Αυστρία η οποία αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Πρωσίας και των άλλων γερμανικών κρατών.

Η επόμενη κίνησή του ήταν να προξενήσει πόλεμο με τους Γάλλους το 1870 με αφορμή τα εδάφη του Βελγίου. Τα στρατεύματα της Γερμανικής Ομοσπονδίας νίκησαν πάλι μετά από πολύμηνες μάχες ενώ προσαρτήθηκαν και τα εδάφη της Αλσατίας – Λορένης στη Γερμανική Ομοσπονδία. Έπειτα ο «Σιδερένιος Καγκελάριος» ανακήρυξε τη δημιουργία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και έχοντας δρέψει τη φήμη του επιτυχημένου ηγέτη έθεσε φραγμό στην επέκταση της Γερμανίας. Είχε επιτύχει το στόχο που είχε θέσει από νεαρός με πανουργία και τόλμη. Με κινήσεις, που στο χρόνο τους στερούνταν λογικής για τους πολλούς, ενορχήστρωσε μια σειρά εξελίξεων που εντέλει έδωσαν σάρκα και οστά στο όραμά του για μια μεγάλη Γερμανία. Τον πόλεμο με τη μικρή Δανία τον έπραξε για να ενδυναμώσει τις πρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν μικρή πολεμική εμπειρία.. Κατόπιν, έχοντας πλέον εμπιστοσύνη στο αξιόμαχο των πρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων, κινήθηκε κατά της Αυστρίας για να διεκδικήσει την ανεξαρτησία της Γερμανικής Ομοσπονδίας από αυτήν. Κατόπιν έκανε τον πόλεμο με τους Γάλλους για να συσπειρώσει τους Γερμανούς κατά ενός εχθρού (μια πανέξυπνη κίνηση για την εδραίωση της γερμανική συνείδησης στους λαούς που μόλις είχαν συσπειρωθεί κάτω από τον τίτλο Γερμανική Ομοσπονδία). Τέλος δεν επέτρεψε την επέκταση του γερμανικού κράτους γιατί πλέον προείχε η εδραίωση του νέου οικοδομήματος και όχι η επέκταση πέρα των ορίων (ένα λάθος που έχουν διαπράξει σχεδόν όλες οι αυτοκρατορίες μέχρι σήμερα).  Για τον Μπίσμαρκ η Ευρώπη του 19ου αιώνα ήταν μια μεγάλη σκακιέρα. Κι εδώ οφείλουμε να παρατηρήσουμε το πόσο αριστοτεχνικά ο Μπίσμαρκ διαχειρίσθηκε την Αυστρία και τη Γαλλία σαν τις απειλές απέναντι στην οποίες συσπείρωσε το τους γερμανόφωνους λαούς, όπως και ο Μαο έπραξε με τους Ιάπωνες. Αλλά και το πόσο έξυπνα παραπλάνησε τους εχθρούς της Πρωσίας για να επιτύχει τα σχέδιά του.

 

Η τέχνη της παραπλάνησης

Η τέχνη της παραπλάνησης, όμως, έχει σαφή χρήση και στα παιδία των μαχών με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Ήταν ένα όπλο που χρησιμοποιούταν από τους Σπαρτιάτες (οι οποίοι είναι πασίγνωστοι για την υψηλή αντίληψη της τέχνης του πολέμου που διέθεταν). Στην εποχή τους, και μόνο η εμφάνιση τους στο πεδίο της μάχης (με την επιβλητική θέα του πορφυρού τους μανδύα) μπορούσε να αποτρέψει τον εχθρό από την ιδέα της νίκης. Ήταν τόσο σίγουροι για τις νίκες τους ώστε πάντα επιδίωκαν αποφασιστικές μάχες με τον εχθρό και πολλές φορές δεν προχωρούσαν σε πολύπλοκες στρατηγικές, αφού ήταν σίγουροι για το αποτέλεσμα της σύγκρουσης. Ωστόσο ήταν και πολλοί γνωστοί για τους αιφνιδιασμούς και τα τεχνάσματα που μπορούσαν να πράξουν. Στη μάχη στη Σηπία, μεταξύ των Σπαρτιατών και των Αργείων, έχουμε ένα λαμπρό παράδειγμα τακτικού αιφνιδιασμού. Σε εκείνη την τοποθεσία είχαν στρατοπεδεύσει τα δύο αντίπαλα στρατεύματα, οι Αργείοι και οι Σπαρτιάτες, σε κοντινές τοποθεσίες. Οι Αργείοι, φοβούμενοι τον αιφνιδιασμό  και προκειμένου να ακολουθούν από κοντά τις κινήσεις των αντιπάλων τους, είχαν εφαρμόσει την εξής τακτική. Παρακολουθούσαν και αντέγράφαν το πλήρες ημερήσιο πρόγραμμα των Σπαρτιατών. Κάθε παράγγελμα που ο Σπαρτιάτης σαλπιγκτής έδινε αντιγραφόταν και εκτελούταν ταυτόχρονα και από τους Αργείους. Ο Κλεομένης το αντιλήφθηκε αυτό και έκανε το ακόλουθο τέχνασμα. Κάλεσε το σαλπιγκτή του να δώσει παράγγελμα για δείπνο, έχοντας όμως ετοιμάσει παράλληλα το στρατό του να πραγματοποιήσει με το ίδιο παράγγελμα επίθεση. Οι Αργείοι τυφλά εκτέλεσαν το παράγγελμα των Σπαρτιατών και δεν μπόρεσαν να αποκρούσουν τη σαρωτική επίθεση των αντιπάλων τους. Πρόκειται για μια κλασσική περίπτωση όπου ένας αντίπαλος εφυσηχάζεται από τη ρουτίνα κάποιων διαδικασιών αλλά και από το γεγονός ότι παρακολουθεί στενά τις κινήσεις του αντιμαχόμενού του. Έτσι, όμως δεν μπαίνει στη διαδικασία κρίσεως της κατασάστασης που διαμορφώνεται και γίνεται προβλέψιμος στις κινήσεις του. Πρόκειται για μια τακτική που εφαρμόζεται, κυρίως, από ηττοπαθείς δρόντες.

 

Χαιλέ Σελασιέ

Η πανουργία, όμως, χρησιμοποιείται και για την επιβολή σε πολιτικό επίπεδο και ας κάνει χρήση στρατιωτικών μέσων με έξυπνο και πολλές φορές ανώδυνο τρόπο. Στη μακρινή Αιθιοπία ένα γεγονός, πραγματικό ανέκδοτο, παρουσιάζει την πανουργία ενός ανθρώπου που αποτέλεσε πολιτική μορφή της αφρικανικής ηπείρου, του πολέμαρχου Σελασιέ. Στα μέσα του 1920 ένας μεγάλος ανταγωνισμός είχε ξεκινήσει για την εξουσία της Αιθιοπίας. Το 1927 ο Σελασιέ είχε κερδίσει το παιχνίδι της κυριαρχίας. Κατόπιν αυτού, βασικής σημασία τελετουργικό αποτελούσε το να έρθουν οι υπόλοιποι φύλαρχοι στην Αντίς Αμπέμπα  και να δηλώσουν υποταγή στο νεαρό ευγενή. Ωστόσο, ο πολέμαρχος Ντεζαζμάχ Μπαλτσά της Σιντάμο δε δέχθηκε να έρθει και συνέχισε να αψηφά τον καινούργιο ηγέτη. Ο Σελασιέ χρησιμοποίησε πανουργία για να παγιδεύσει τον πολέμαρχο. Με τον ήπιο τρόπο του έπεισε τον πολέμαρχο να έρθει στην Αντίς Αμπέμπα για να γευματίσουν. Ο Μπαλτσά, όμως, γνώριζε ότι σε αυτά τα γεύματα συνήθως γίνονταν δολοφονίες και όταν κατέφθασε στην πρωτεύουσα συνοδευόταν από έναν επιβλητικό στρατό 10.000 πολεμιστών που στρατοπέδευσε τρία μίλια έξω από την πόλη. Θέλοντας να τρομάξει τον Σελασιέ ζήτησε να συνοδεύεται από 600 στρατιώτες στο γεύμα ενώ ήταν σε όλη τη διάρκεια του τελετουργικού εριστικός και έτοιμος για μάχη. Ο Σελασιέ αντίθετα δέχθηκε τα καμώματα του προσκαλεσμένου του, και έδειξε όλη την ημέρα ότι σεβόταν και τιμούσε τον Μπαλτσά. Όταν έφτασε το μεσημέρι ο Μπαλτσά ξεκίνησε θριαμβευτικά για το στρατόπεδό του θεωρώντας ότι ήταν αυτός ο νέος ηγέτης της χώρας. Η έκπληξή του ήταν μεγάλη όταν αντίκρισε αντί για τους στρατιώτες του να τον επευφημούν, ένα ερημωμένο και κατεστραμμένο στρατόπεδο. Αργότερα θα μάθαινε ότι ένας σύμμαχος του Σελασιέ είχε προσεγγίσει το στρατόπεδο του, από έναν δρόμο που δεν ήταν εύκολα αντιληπτός, και όσο αυτός γευμάτιζε με τον Σελασιέ εξουδετερώθηκε το στράτευμά του όχι με τη δύναμη των όπλων αλλά αυτή του εκφοβισμού και του χρήματος. Με καλάθια γεμάτα χρυσό είχαν εξαγορασθεί όλα τα όπλα του πολέμαρχου καθώς και η πίστη των στρατευμάτων του. Ο Μπαλτσά μόνο με 600 στρατιώτες είχε τώρα να αντιμετωπίσει τα στρατεύματα του Σελασιέ και των συμμάχων του. Ο Μπαλτσά έπαθε αυτό που ακριβώς φοβόταν αλλά όχι όμως με τον τρόπο που το περίμενε. Σε ένα γεύμα παγίδα, εφησυχάστηκε όταν δεν αντιμετώπισε τις απειλές που αυτός θεωρούσε πιθανές και δεν προνόησε για άλλες απειλές. Εντέλει ο Μπαλτσά κλείστηκε σε ένα μοναστήρι για να μετανοήσει για την «υπεροψία» που έδειξε ενώ ο Σελασιέ συνέχισε την πορεία του και κυριάρχησε στο παιχνίδι της εξουσίας.

 

O Πόλεμος των Τριών Βασιλείων

Η δύναμη του ανεξήγητου και της παραπλάνησης μαζί είναι αυτές που έχουν αποτρέψει μεγάλες ήττες και που πραγματικά έχουν εκφοβίσει ολόκληρα στρατεύματα. Από την Κίνα πάλι έχουμε να λάβουμε ένα παράδειγμα στρατιωτικής πανουργίας. Από το 209 μ.Χ.  έως το 207 μ.Χ. στην Κίνα έλαβε χώρα ο Πόλεμος των Τριών Βασιλείων. Ο στρατηγός Τσούκο Λιάγκ είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη για τα κατορθώματά του, την πονηριά του και τη δύναμη του στρατού του. Μια ημέρα ξεκουραζόταν σε μια μικρή πόλη όπου τον συνόδευαν όχι παραπάνω από 100 στρατιώτες. Ξαφνικά ένας φρουρός τον ειδοποίησε ότι πλησίαζε ο αντίπαλός του Σίμα Γι με τη συνοδεία πάνω από 150.000 στρατιωτών. Ένα ορατό τέλος είχε πλησιάσει για τον Τσούκο Λιάγκ. Ωστόσο αυτός βασίσθηκε στη φήμη του και αποφάσισε να εντυπωσιάσει τους αντιπάλους του. Άνοιξε τις πύλες της πόλης, έκρυψε τους λιγοστούς στρατιώτες του και ο ίδιος έκατσε στο πιο φανερό σημείο του τοίχους της πόλης ψέλνοντας και φορώντας ένα χιτώνιο. Αυτό αποτελούσε μια παράλογη σκηνή στα μάτια του Σίμα Γι και του έκπληκτου στρατού του που είχε καταφθάσει, έτοιμος για μάχη, έξω από τα τείχη της πόλης. Μια σκηνή που προκάλεσε φόβο για την πιθανή παγίδα που μπορεί να έχει στηθεί. Γρήγορα ο Σίμα Γι αποχώρησε από την πόλη χωρίς ούτε να αγγίξει μια τρίχα από τον αντίπαλό του. Μια κίνηση βέβαια που δεν αποτελεί έκπληξη για όποιον μελετήσει τις πανουργίες του Τσούκο Λιαγκ. Μεταξύ άλλων είχε αντιγράψει μια σφραγίδα του εχθρού και είχε στείλει αλληλογραφία σε όλα τα εχθρικά στρατεύματα τα οποία και διέταζε να πορευθούν προς μακρινές τοποθεσίες ανοίγοντας την πορεία στα δικά του στρατεύματα ενώ συστηματικά έριχνε τους αντιπάλους του σε παγίδες δυσπιστίας κάνοντας ακόμα και τον μεγάλο του εχθρό Σίμα Γι να μην εμπιστεύεται σημαντικούς στρατηγούς του.

 

Αννίβας

Ένα άλλο δείγμα πανουργίας μας έρχεται από τον  Αννίβα ο οποίος προχώρησε επίσης σε μια εντυπωσιακή κίνηση που απέτρεψε την καταστροφή αυτού και των στρατευμάτων του κατά τη διάρκεια του Β΄Καρχηδονιακού Πολέμου (219 – 202 πΧ.). Καθώς βάδιζε προ τη Ρώμη ο Αννίβας αντιμετώπισε μια αδιέξοδη κατάσταση όταν παγιδεύτηκε σε ένα έλος και δεν είχε περιθώρια ελιγμών καθώς περιτριγυριζόταν από θάλασσα. Ο καρχηδονικός στρατός του Αννίβα έχασε το πιο σημαντικό του πλεονέκτημα, τον ελιγμό. Ο ρωμαικός στρατός με ηγέτη τον Φάμπιο πορευόταν γρήγορα να παγιδεύσει τον Αννίβα. Όταν κατέφθασε στην περιοχή εμπόδισε με το στρατό του τη μόνη διέξοδο από το έλος (το πέρασμα ενός βουνού). Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της νύχτας, πριν τη μάχη, οι Ρωμαίοι αντίκρισαν ένα εντυπωσιακό και ανεξήγητο θέαμα να έρχεται από την πλευρά των Καρχιδόνων. Χιλιάδες φώτα τους προσέγγιζαν με τρελές πορείες. Μήπως ένας μεγάλος στρατός τους πλησίαζε;  Σύντομα άρχισαν να ακούγονται τρομεροί θόρυβοι και να μπαίνουν φωτιές παντού στο βουνό ενώ αυτές πλησίαζαν το ρωμαϊκό στρατό με ανεξήγητη ταχύτητα. Τρομοκρατημένοι οι Ρωμαίοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, ωστόσο όχι, όπως νόμιζαν, για το στρατό του Αννίβα αλλά για μια σειρά από βόδια που καίγονταν. Ο Αννίβας είχε τοποθετήσει κλαδιά στα κέρατα εκατοντάδων βοδιών και τα είχε ανάψει. Αυτά στην αρχή πορεύονταν προς τους Ρωμαίους αλλά καθώς άρχιζαν να παίρνουν φωτιά τα ίδια έτρεχαν προς τις βουνοπλαγιές με κραυγές και έβαζαν φωτιά παντού. Μια ενέργεια που δεν μπορούσε να εξηγηθεί από τους τρομοκρατημένους Ρωμαίους οι οποίοι περίμεναν τα πάντα από το φημισμένο Αννίβα.  Βλέπουμε, λοιπόν, πως με τη φήμη και τη δύναμη μιας ανεξήγητης ενέργειας μπορούν να κερδιθούν ολόκληρες μάχες και να κατατροπωθούν ισχυροί αντίπαλοι.

 

Ναυμαχία της Τσουσίμα

Σε ένα άλλο σημείο της ιστορία, οι Ιάπωνες με τη δύναμη των ψευδών πληροφοριών πέτυχαν μια ανέλπιδη νίκη κατά το ρωσοιαπωνικό πόλεμο του 1905. Εκείνη την εποχή οι Ιάπωνες είχαν πρόσφατα οικοδομήσει τη ναυτική τους δύναμη και σαφώς δεν μπορούσαν να αντιπαρατεθούν με του ρώσους σε μια ναυμαχία με ελπίδες για νίκη. Ωστόσο προκάλεσαν τους αντιπάλους τους σε ναυμαχία στην οποία και τελικά τους συνέτριψαν. Για να το πετύχουν αυτό χρησιμοποίησαν την τέχνη της παραπληροφόρησης. Πρώτα είχαν συνάψει σημαντική συμμαχία με τους Βρετανούς. Έπειτα ο Ιάπωνας στρατάρχης Τόγκο Χεϊχατσίρο έδωσε την εντύπωση στους Ρώσους ότι εάν χρησιμοποιούσαν το στόλο της Βαλτικής θα μπορούσαν γρήγορα να συντρίψουν το πολεμικό ναυτικό της χώρας του. Οι Ρώσοι όντως έπεσαν στην παγίδα και έδωσαν εντολή στο στόλο της Βαλτικής να κινητοποιηθεί για την Ιαπωνία. Ωστόσο καθώς τα στενά του Γιβραλτάρ και το Κανάλι του Σουέζ ελεγχόταν από τους Βρετανούς οι Ρώσοι έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τη διαδρομή από το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας και διανύοντας μια τεράστια απόσταση να φτάσουν στο στόχο τους. Οι Ιάπωνες έχοντας προβλέψει αυτήν την κίνηση διέδωσαν τη φήμη ότι ο στόλος τους κινούταν για αντεπίθεση και θα συναντούσε το ρωσικό στόλο σε κάποιο σημείο της διαδομής του (πριν φθάσει κοντά στα ιαπωνικά εδάφη). Αποτέλεσμα όλου αυτού του τεχνάσματος ήταν να καταφθάσουν οι Ρώσοι στο πεδίο της μάχης κουρασμένοι και ψυχολογικά εξουθενωμένοι (ήταν σε ετοιμότητα για ένα τεράστιο χρονικό διάστημα) ώστε η βύθιση του στόλου τους να γίνει παιχνίδι για τους ξεκούραστους Ιάπωνες.

 

Μεχμέτ ο Κατακτητής

Τέλος ακόμα ένα γεγονός μας έρχεται από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1473 ο μεγάλος Τούρκος σουλτάνος Μεχμέτ ο Κατακτητής είχε αποδοθεί σε ένα κυνήγι εξόντωσης του σημαντικότερου αντιπάλου του του Ουζούν Χασάν. Τότε ο σουλτάνος κάλεσε την Ουγγαρία σε διαπραγματεύσεις προκειμένου να συνάψουν ειρήνη (η Οθωμανική αυτοκρατορία και η Ουγγαρία βρίσκονταν σε εμπόλεμες συγκρούσεις για πολλά χρόνια). Οι Ούγγροι απεσταλμένοι από την πρώτη στιγμή που έφθασαν στο ραντεβού τους στην Κωνσταντινούπολη γίνονταν αποδεχτοί με μεγάλες τιμές και χρονοβόρες τελετές. Ωστόσο, κάθε φορά ήταν αδύνατο να συναντηθούν με το σουλτάνο. Η δικαιολογία ήταν πάντοτε η ίδια και αφορούσε το κυνηγητό του σουλτάνου για τον εχθρό του. Εντωμεταξύ ο χρόνος πέρναγε και οι συναντήσεις συνεχώς ανανεώνονταν ενώ άλλαζαν και οι τοποθεσίες τους. Εντέλει, μετά τη νίκη του σουλτάνου επί του Ουζούν Χασάν, πραγματοποιήθηκε η συνάντηση αλλά με απογοητευτικά αποτελέσματα καθώς οι όροι που έθεσε ο σουλτάνος ήταν υπερβολικοί και απραγματοποίητοι. Αυτό που είχε επιτύχει ο Μεχμέτ ο Κατακτητής ήταν να αποπροσανατολίσει τους Ούγγρους και να μην τους επιτρέψει να δουν την ευκαιρία που δημιουργούνταν για επίθεση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας οι δυνάμεις είχαν δεσμευθεί για το κυνήγι του Ουζούν Χασάν. Ο σουλτάνος στην κυριολεξία περιέπαιξε τους Ούγγρους.

 

Τα παραδείγματα συνεχίζουν και είναι πολλά στην ιστορία. Οδηγούν, όμως και σε ορισμένα συμπεράσματα. Το πιο σημαντικό είναι ότι οι μεγάλες νίκες πετυχαίνονται μέσα από τη χρήση μακροχρόνιας στρατηγικής και δεν έχουν καμιά σχέση με πρόσκαιρες νίκες στο διπλωματικό και στρατιωτικό τομέα. Μια χώρα που θέλει να μη γίνει βορά στο διεθνές διπλωματικό παιχνίδι, θα πρέπει να έχει ξεκάθαρη αντίληψη των εχθρών και των φίλων της και των κινήτρων που ωθούν τους διεθνείς δρόντες αλλά και να δείχνει μικρή εμπιστοσύνη σε απότομες φιλικές κινήσεις από πρώην εχθρούς ή σε κινήσεις εφησυχασμού. Η παραπλάνηση είναι το μεγαλύτερο όπλο του επιτιθέμενου και συνήθως πάντα χρησιμοποιείται από αυτόν που δρα (έχει την πρωτοβουλία) και δεν αντιδρά μόνο. Είναι ενδιαφέρον επίσης το γεγονός ότι η ύπαρξη ενός εχθρού συσπειρώνει όλες τις δυνάμεις ενός λαού και ενός κράτους ενώ κινητοποιεί και θέτει σε εγρήγορση έναν τεράστιο δημιουργικό μηχανισμό. Οι έξυπνοι ηγέτες το έχουν κατανοήσει αυτό και πάντα αναζητούν έναν αντίπαλο που να δικαιολογεί τις στρατηγικές τους. Ένα αλάθητο εργαλείο στα χέρια των πολιτικών το οποίο ο παρατηρητικός αναγνώστης μπορεί να δει να εφαρμόζεται και στη σημερινή εποχή. Σε τακτικό επίπεδο η πανουργία αποτελεί προτέρημα φωτισμένων διοικητών και στρατηγών που με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουν να υπερνικούν τους αντιπάλους τους. Σχεδόν πάντα θα χρησιμοποιήσουν την προβλεψιμότητα των κινήσεων των αντιπάλων τους, που δρουν και αντιδρούν με συγκεκριμένο τρόπο. Το άλλο όπλο τους είναι η φήμη που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο μιας στρατιωτικής επιβολής καθώς από μόνη της μπορεί να εκφοβίσει τον εχθρό. Μια στρατηγική που χρησιμοποιούν οι μεγάλες δυνάμεις για να επιβάλλονται των αντιπάλων.

Τέλος, οι μεγάλοι ηγέτες δε φοβούνται να θέσουν προκλήσεις στο λαό τους. Αλλά πάντα αναζητούν και υγιή κίνητρα και αξίες. Δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη χωρίς όραμα και ολοκληρωμένη στρατηγική. Ένας λαός δεν μπορεί να κινητοποιείται μόνο για να καταναλώνει. Οι βασικές αξίες και το όνειρο αποτελούν κινητήριοι μοχλοί για την επίτευξη του μεγάλου και ιδεώδες. Πίσω από κάθε επίτευγμα δεν κρύβεται μόνο η οικονομική απολαβή αλλά μια ηθική αξία. Ακόμα και οι πολυεθνικές εταιρείες επιδίδονται σε έναν αγώνα για να νομιμοποιήσουν στα μάτια, όχι μόνο των πελατών τους αλλά και των υπαλλήλων τους, τις ενέργειες τους θέτοντας οράματα και στόχους που σαν κέντρο βάζουν τον άνθρωπο και την κοινωνία και όχι το κέρδος. Πόσο μάλλον αυτό ισχύει για μια κοινωνία.