Σκεπτικισμός, κατά τον γενικό φιλοσοφικό ορισμό, είναι η αντιμετώπιση κάθε φι­λο­σο­φικής θέσεως (πολλές φορές και μη φιλοσοφικής) με ορθο­λογική σκέ­ψη και κρι­τι­κή που ενέχουν αμφιβολία και αμφισβήτηση.

Η λέ­ξη προφα­νώς παράγεται από το ρή­μα «σκέπτομαι» του οποίου η ενέρ­γεια προκα­λεί τη σκέψη (βάσει λογικής, του­λά­χι­σ­τον στα προ­­χωρημένα στά­δια της) και εν συνεχεία την κρίση, την αμ­φιβο­λία, την αμ­φι­σβή­­τηση, και κα­τα­λήγει στην αποδοχή ή την απόρρι­ψη μιας θέσης και ακόμα οδη­γεί στην ταξι­νό­μηση και τον διαχω­ρι­σμό διαφόρων θέσεων.

Η διεργασία της σκέψης, λο­γικής, νόησης και συν­εί­δη­σης αποτελεί τη μεγα­λύτερη διαφορά του αν­θρώ­που από τα ζώα και είναι η μεγαλύτερη δη­μιουργός δύναμη του πολι­τι­σμού. Και τα ζώα μπο­ρούμε να πού­με πως, ως έναν βαθμό και ανάλογα του είδους των, έχουν συνείδηση. Όμως δεν έχουν την πλήρη συν­είδηση που είναι «η συνείδηση της συνείδησης» την οποία διαθέτει μόνο ο άν­θρω­πος. Όλες αυ­τές οι διερ­γα­σίες βασίζονται σε λογικές δια­δικασίες που απαρτίζουν το γενι­κό­τερο σύ­στημα της λογικής, γραπτής ή άγραφης, άνευ κοινής αποδοχής της οποίας κα­μία επικοι­νω­νία, συνερ­γασία, επι­στήμη ή τεχνο­λογία, πρόοδος και κρίση επί των πρά­ξε­ών μας είναι δυ­νατή.

Εδώ δεν θα κάνομε φιλοσοφική εργασία. Εξάλλου υπάρχουν πάρα πολλές φιλο­σο­­φι­κές εργασίες πάνω στον σκεπτικισμό τις οποίες όλοι όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να βρουν και να μελετή­σουν. Εδώ απλώς θα εξετάσομε τον σκεπτικισμό υπό τον εξής κοι­νώς αποδεκτό αλλά στενό­τε­­­­ρο ορισμό του θρησκευτικού σκεπτι­κι­σμού, τον οποίο πολ­λές φορές συναντάμε και σε απλά λε­ξικά. Θεωρούμε τον θρη­σκευτικό σκεπτικι­σμό ως την αντιμετώπιση κάθε ορ­γα­νω­μένης θρη­σκεί­ας ή κοσμο­θεωρίας με ορθο­λογική σκέ­ψη, κρι­τική, αμφιβολία και αμ­­φι­σβήτηση περί της ορ­­θό­τητάς της, της αξί­ας της, της ηθι­κής που επιβάλλει, του ρό­λου που παίζει στη ζωή, την κοινω­νία, την ευτυχία των αν­θρώπων και τη γενικότερη ανάπτυξη του πολιτι­σ­μού. Πιο συγκε­κρι­μένα θα κάνομε μια εν­νοι­ο­λο­γική ανάλυση αυ­τού του εί­δους σκε­πτι­κι­σμού στα τρία τε­λικά στάδια του που είναι ο θεϊσμός, ο αγνω­στικισμός και ο αθε­­ϊσμός. Δεν θα ασχο­λη­θού­με με διάφορα ενδιάμεσα ή πρώιμα στάδια του σκε­πτι­­­κισμού με τα οποία όλοι λίγο–πολύ έρ­χονται σε επαφή και έχουν εμ­πειρία κα­τά διάφορες περιό­δους της ζωή τους. Τα τρία αυτά τελικά στάδια κα­ταλήγουν στην άμε­ση απόρ­ριψη κά­θε ορ­γα­νωμένης θρησκείας και υιοθε­τούν κο­σμο­θεω­ρί­ες που έρ­χον­ται σε κα­­­­­τάφωρη αντίθε­ση με τις θρη­σκευτικές πεποιθή­σεις και κο­σμοθε­ωρίες των θρή­σκων (ή θρησκο­λήπ­των) ανθρώ­πων και τελι­κά τις απορ­ρίπτουν. Γι’ αυτό, οι θρήσκοι των οργα­νω­­μένων θρη­σκειών πο­λέμη­σαν αυτά τα τρία ρεύ­μα­τα με νύχια και με δόντια σε όλη την διάρκεια της ιστορίας. Αυτά τα τρία ρεύματα αποδέ­χον­ται αλλά και δημι­ουρ­γούν μια νέα δια­­φορε­τική προσέγ­γιση για τη ζωή εν γένει και προ­βάλ­λουν μια νέα φιλο­σοφική και δη­μι­ουρ­γική στάση για την κοινωνία και τον πολιτισμό, μαζί με μια νέα αντι­με­τώπιση των με­ταφυσικών ερωτήσεων και δοξασιών που βα­σά­νι­σαν τον κόσμο ανά τους αιώνες και ακόμα τον βα­σα­νί­ζουν. Εισάγουν δηλαδή μια κοσμο­θε­­ωρία και στά­ση η οποία προά­γει τη δημιουργικό­τη­τα για τη ζωή και την απ­ε­λευ­θέ­ρω­ση από διά­φορες παγί­δες που βα­σα­­νί­­­ζουν το πνεύ­μα, εν αντιθέσει με το κα­λούπωμα του θρή­σ­κου, δηλαδή τη θρη­σκο­λη­ψία, που προ­άγει την παθη­τικότητα και την τυφλή υποτα­γή στην οργά­νω­ση–εκκλησία και σε ένα θεό μπαμ­πούλα ή πολ­λούς θεούς του φόβου και του τρόμου.

Η διασαφήνιση και το ξεκαθάρισμα αυτών των εννοιών είναι κεφα­λαιώδους ση­μα­­σί­­ας. Ειδικά σήμερα που πολλοί μιλούν για, αλλά ελάχιστοι εί­ναι αυτοί που γνωρί­ζουν, το τί είναι αυτά για τα οποία μιλούν και με ποια μέθο­δο τα συζητάνε. Ελ­πί­ζομε να το πε­­τύ­χομε, έστω σε κάποιο μέτρο, και να δώσομε στο κοινό να κατα­λάβει περί ποίου πρά­γματος είναι ο λόγος όταν καταπιάνεται με τέτοια θέματα. Έτσι πισ­τεύ­ομε ότι θα συμ­βά­λομε θετι­κά στο να μπει κάποια τάξη στον σημερινό πνευ­μα­τι­κό κυκεώνα ή στη ση­μερινή καταθλιπτική πνευματική πτώχευση και ότι θα βο­η­θήσομε τον εν­δια­φερό­με­νο αναγνώστη στο να καταλάβει σωστά τις έν­νοιες και στο να βρει την επι­λο­γή που του ται­ριάζει.

Για να καταλάβομε καλύτερα τις τρεις αυτές σκεπτικιστικές αντιλή­ψεις πρέ­πει πρώτα να εξετάσομε εν συντομία την έννοια του θρήσκου. Ο θρή­σκος πιστεύει κατά θρη­­σκευ­τικό τρόπο σε μια από τις τόσες οργα­νω­μέ­νες θρησκείες ή αιρέσεις αυ­τών. Θρη­σκευτι­κός τρό­­πος σημαίνει ότι ουδέ­πο­τε σκέπτεται να θέσει σε κρι­τική αυτά τα οποία πι­­στεύει. Μια τέτοια σκέψη αποτελεί ιεροσυλία, μεγάλη αμαρτία και αντί­φαση στην πίστη του. Δηλαδή, άπαξ και το θρησκευτικό δόγμα έχει τεθεί, μετά δεν χωράει αμφιβολία και αμφισβήτηση (οι συζητήσεις των θεολόγων δεν αποτελούν κρι­τική του δόγματος, αλλά έκ­θεση, διασάφηση και ανάλυσή του· ποτέ αμφισβήτησή του). Δέ­χε­ται λοιπόν τα όσα πρε­­σβεύει η θρησκεία του χωρίς καμιά αμφιβολία, δηλα­δή τα πιστεύει στα τυφλά και τα έχει υιοθετήσει σαν την υπέρτατη και απα­ράβατη αλήθεια. Ανεξάρτητα αν αυτά που πι­στεύει είναι τα πιο παράδοξα και αφύ­σικα δόγ­μα­τα, τα πιο αντι­φα­τικά, αντιεπιστημονικά και καταστρο­φικά στοι­χεία, αν ο θεός του επικοι­νωνεί μα­ζί του κατά τον πιο παράλογο τρό­πο, αν η ηθική της θρησκείας του είναι αντι­φα­­τική, δο­γματική, ενάντια στον πολιτι­σμό, τη φύ­ση και την ευ­τυχία των αν­­θρώπων, εν τούτοις εί­ναι έτοιμος να θυσιαστεί υπέρ αυτών οσάκις οι περι­στάσεις το επι­βάλλουν. Με το μαρ­τύ­ριό του πι­στεύει ότι θα αντα­μει­φθεί εκατοντα­πλάσια στον εξωκοσμικό ουρα­νό. Γι’ αυ­τό «θρήσκος ή πιστός» σε μια τέ­τοια θρησκεία είναι έν­νοι­ες ταυ­τόσημες με τις έν­νοι­ες «θρησκόληπτος και φανα­τικός». Αν και υπάρ­χουν διάφορες διαβαθμίσεις θρησκοληψίας, καθώς και φανατισμού και ζή­λου που δη­μιουρ­γεί, μπορούμε να παραθέσομε και τα εξής στοιχεία υπέρ αυτού του ισχυ­­­­ρι­­σ­μού. Αυτό που λένε πολλοί ότι «εγώ είμαι θρήσκος αλλά όχι θρησκόλη­πτος» δεν ισχύει για τους πιστούς της οργανωμένης θρησκείας. Είναι ψευ­το­δικαιολογία της άγ­νοιάς τους και της ελλείψεως θάρρους για τη γνώμη τους. Ένας θρήσκος μιας οργα­νωμέ­νης θρη­σκείας δεν είναι ποτέ σε θέση να πα­ραδεχθεί ότι μια άλ­λη θρη­σκεία ή κοσμοθεωρία είναι επι­στημονικά σω­στό­τε­ρη ή καλύτερη (βάσει ορι­σμέ­νων κριτη­ρίων) από αυτήν που ο ίδι­ος πι­­στεύει, ακόμα και αν είναι. Επίσης δεν δέ­χεται καμία συζή­τη­ση με άλλους που έ­χουν άλ­λη γνώμη πάνω στα θέματα της πίστεώς του. Εκ προ­οι­μίου τους αποκρούει, δεν ανοί­γει συ­ζήτηση μαζί τους και τους εκδιώκει από τον πε­ρίγυρό του. Άρα εκ των πρα­γμά­των η θρη­σκευ­τική πίστη αυτού του είδους δη­μι­ουργεί στυγνή μι­σαλλο­δο­ξία, φανα­τι­σμό, πό­λεμο και εξόντωση. Επίσης δημιουργεί και άκρατο προσηλυ­τισμό. Οι πι­στοί αυ­τού του τύπου δεν ησυχάζουν, εάν δεν δούνε όλους τους κα­τοίκους του πλα­νή­τη κά­τω από την χλαίνη της πίστεώς τους. Παρ’ όλα ταύτα οι πε­ρισ­σό­τε­ροι δεν ζουν σύμφωνα με τους κα­νόνες της θρη­­σκείας τους, αλλά συνεχώς τους παρα­βιά­ζουν και, συνεπώς, συνε­χώς αμαρ­τά­νουν. Οι κανόνες αυτοί είναι τόσο αφύσι­κοι, παρά­λογοι και σχιζο­ει­δείς που δεν είναι φυσικό να τηρούνται ούτε να συμβάλλουν στην ευτυ­χία και την πνευματική α­νάπτυ­ξη των ατόμων. Επίσης οι θρή­σκοι και πι­στοί των ορ­γα­νωμένων θρη­σκειών, τις πιο πολ­λές φο­ρές, ελάχιστα πράγματα γνωρί­ζουν από όλα όσα πρε­σβεύει η θρησκεία τους και αγνοούν τα πε­ρισ­σότερα. Αυτό γίνεται διότι η οργανω­μέ­νη θρη­σκεία απαι­τεί οπα­δούς–πρόβατα που δεν επιτρέπεται να γνωρίζουν, να σκέπτονται και να αμ­φι­βάλλουν, αλ­λά μό­νο να πι­σ­τεύουν αυτά που τους υπαγορεύει. Τους γα­λουχεί από μωρά μέ­χρι τον τά­φο σύμ­φωνα με ορι­σμένα κατάλληλα δια­­­λε­γμένα δι­δάγματα και ρητά της δι­δασκαλίας της, απο­σι­ω­πώντας τα υπόλοιπα. Τους εμ­πνέει συνεχή φόβο και απειλεί με αι­ώνια τιμω­ρία εάν γί­νουν εξω­μότες ή δεν εφαρμό­ζουν την ηθική που αυτή επιβάλλει, όσο ανό­ητη ή κα­τα­­στρο­φική και αν εί­ναι, και τους υπό­σχε­ται αιώνια ευτυχία με­τα­φυ­σι­κού τύ­που, ότι και αν εί­ναι αυ­τό, μόνο μετά θάνατον κοντά στον θεό ή στους θεούς της. Για την κοι­νω­νική πρόο­δο και πο­λιτισμό δεν δείχνει κανένα ου­σιαστικό ενδια­φέρον και τις πιο πολ­λές φο­ρές δημιουρ­γεί τρομε­ρή απαξία και κατα­στρο­φι­κό μένος, διότι και επι­βλα­βή τα θεωρεί αλ­λά και διότι το μόνο σημαντικό ενδιαφέρον της εί­ναι μετα­φυ­σικό, δη­λα­δή η μετά θάνα­τον απο­­νομή δι­και­οσύ­νης και αιώνιας ευτυ­χίας ή τι­μω­ρίας κατά τη δική της αντί­ληψη και θε­σμοθέτηση. Ένα αποτέλεσμα αυτής της νοο­τρο­­πίας είναι η εγκα­τά­λει­ψη των εγκο­σμί­ων και η πλή­ρης απάθεια για τα προ­βλή­μα­τα της ζωής και την καλυ­τέ­ρευση της κοινωνίας. Η επι­στήμη δεν έχει αξία για τον θρήσκο, εκτός εάν και όταν τον συμφέ­ρει. Τα δυσεξή­γητα και ανε­ξήγητα φαινόμενα, τα οποία και ονο­­μάζει θαύ­­­ματα, εί­ναι γι’ αυτόν μια μυ­στηριώδης εμ­φάνιση ή μη λογι­κή επικοινωνία του θεού του. Εάν τα πράγματα του έρχονται κατ’ ευχήν, αυτό σημαί­νει ότι ο Θεός τον αγαπά και τον ανταμεί­βει ή και εισακούει τις προσευχές του. Εάν όχι, τότε ο Θεός δοκιμάζει αυτόν και την πίστη του. Όλα τα ερωτή­ματα βρίσκουν τέ­τοιους είδους ταυτολογικές και ανε­ξέ­λεγκτες απαντήσεις. Η πιο συνηθισμένη, άμεση, αβα­σάνιστη και απλοϊκή απάντηση που δίδεται, είναι: «Ο Θεός ήθε­­λε και τα έκαμε έτσι…!». Και η πιο πα­ράλογη αντίφαση, ακό­μα και αυτή, εί­ναι δου­λειά του Θεού. Βλέπεις ό,τι θέ­λει κάνει μιας που είναι παντοδύ­να­μος, πάνσοφος, πανάγα­θος και όλα αυτά τα «παν...». Ας μας πει λοιπόν ένας θρήσκος, τί άλ­λο ακόμα του μέ­­νει για να χαρα­κ­τηρι­στεί ως θρησκό­λη­πτος. Η οργανωμένη θρη­­σκεία παρου­σιά­ζει ακό­­μα και τα εξής χα­ρα­κτηρι­στι­κά: Βασί­ζε­ται σε μια συλλογή ιε­ρών βι­βλί­ων που περι­έ­χουν τις απαρά­βατες «αλήθειές» της και κά­νει συ­νεχή χρή­ση μό­νον αυτών, έχει κα­θορι­σμέ­­νους και απαρά­βατους τύπους και τρό­πους λατρείας, κάθε δια­φο­­ρε­τική γνώμη, αν­τί­λη­­ψη, πρό­τα­ση, εξέ­ταση εξοστρα­κί­ζεται σαν αίρε­ση και, όποτε εί­ναι δυνατόν και επι­τ­ρέ­πουν οι επο­χές, τιμω­ρείται διά θα­νά­του, προσπαθεί να καπε­λώ­σει ολό­κληρη την κοι­νω­νία, τα κράτη, τις κυβερνήσεις και κά­θε κοινω­νική δραστη­ριότητα, δημιουρ­γεί δική της έκ­­­­φραση και τέχνη κλπ.

Ανακεφαλαιώνομε με τα χτυπητά χαρακτηριστικά του πιστού και φανατικού. Πρώτα απ’ όλα η λογική δεν έχει σπουδαία ισχύ στη σκέψη ή τη συνομιλία του. Αν και επιθυμεί να δείξει ότι τη χρη­σι­μοποιεί και την εφαρμόζει, τις πιο πολλές φορές την ωθεί στα όρια της ανυπαρξίας. Η χρήση επι­χει­ρη­μά­των είναι, για τον πιστό και φανατικό, ελά­χι­στη έως μηδαμι­νή. Μόνο όταν τον βολεύουν χρησι­μο­ποι­εί και ισχυ­ρί­ζε­ται επιχειρήμα­τα. Αλλιώς η πίστη και ο φα­νατισμός τον τυφλώνει ώστε κανένα επι­χείρημα να μην τον πεί­­θει για τίποτα. Πρέπει μάλ­λον να διαστρέψει το επιχείρημα για να ταιριάσει στις εκ των προτέρων τεθείσες από­ψεις του. Το ίδιο ισχύ­ει και με τα αν­τι­κει­μενικά δεδο­μέ­να που μας παρέχουν η εμ­πει­ρία και οι διάφορες επι­στήμες. Στη ροή των λεγομένων του με­ταπίπτει συνεχώς σε αντι­φά­σεις που άλλοτε αντι­λαμ­βά­νε­ται αλλά δεν παραδέχεται και άλ­λοτε αδυνατεί να τις αν­τιληφθεί καν. Τέλος ο βίος και οι πράξεις του δεν συμβαδίζουν με αυ­τά που φανατικά ισχυ­ρί­ζεται και υπερασ­πί­ζε­ται. Ο πιστός και φανατικός συνήθως εί­ναι αυτός που άλλα λέγει και άλλα πράττει. Θέλει «και την πίτα γερή και τον σκύλο χορ­­τάτο». Έχομε βεβαίως και την αντίθετη περίπτωση πλείστων όσων παραδειγμάτων πί­στεων και φα­­να­τισμών που οδήγησαν τους πι­στούς και φανατικούς μέχρι πλήρους εξα­θλι­ώσεως και τέλος εξοντώ­σε­ως. Το παρακάτω δίστιχο εκφράζει λακωνικά αυτή την κα­τάστα­ση:

Για μια πίστη φανατική πίστη, όταν κάποιος γαντζωθεί σ’ ένα ωραίο ψεματάκι, μέχρι θανάτου το κρατεί.

 

Ο πιστός και φανατικός προτιμά να αποθάνει (να μαρτυρήσει) για τις πίστεις και τις απόψεις του, παρά να παραδεχτεί τα λάθη και τις ανοησίες του ώστε να τις απο­κη­ρύ­ξει και να ξαναρχίσει τη ζωή του εκ νέου. Ιστορικώς έχομε και πλείστα όσα παρα­δείγματα που πί­στεις και φα­να­τι­σμοί οδήγησαν ολόκληρα έθνη στην πλήρη ή την σχε­­δόν πλήρη αφάνεια.

Εδώ ας προσθέσομε ότι υπήρχαν και υπάρχουν άτομα ή ομάδες ατόμων που απλώς θρησκεύονται. Είναι δηλαδή ως έναν ή άλλον βα­θμό θρη­σκευ­τι­κοίήμάλλον θρη­σκευ­όμενοι άνθρωποι. Αυτό σημαίνει ότι πιστεύουν με τον δικό τους τρόπο σε μη οργα­νω­μένες θρη­σκείες ή θρησκευτικές δοξασίες, οι οποί­ες εν αντιθέσει με τις ορ­γα­­νωμέ­νες θρη­σκείες, είναι καθαρές υποθέσεις των ατόμων και των ομάδων που τις απο­­­δέχον­ται. Οι θρη­σκευτικές τους πίστεις συνήθως δεν δη­­­­­­μιουργούν μισαλλοδοξίες, αν­τα­γω­νισμούς, φόβους, παθητικές ή κατα­στρε­πτι­κές τάσεις και είναι κατα­δε­κτι­κές προς όλες τις άλ­λες ανάλογες θρησκευτικές πεποιθήσεις, θεω­ρίες και κο­σμο­αντι­λή­ψεις. Δεν φοβούνται την αί­­ρεση, ενώ οι οργανωμένες θρησκείες την τρέμουν. Λαμ­βά­νουν επίσης υπ’ όψη τον πο­λι­­τισμό, την παράδοση και την ιδιο­συστασία διαφόρων λαών και κοι­νω­νιών, ενώ οι ορ­γα­νωμένες θρη­σκείες καταργούν και καταστρέφουν ολικώς ή μερικώς όλα αυτά τα στοι­χεία. Τις πε­ρισ­σότερες φορές είναι ρευ­στές φιλο­σο­φι­κο-επι­στημο­νι­κές στάσεις έναν­τι της ζωής και του κόσμου εν γένει χω­ρίς φα­να­τισμό ή τουλάχιστον με πολύ λιγότερο φα­νατισμό από τον φανατισμό που οι οργα­νω­μένες θρησκείες εμπνέουν. Όμως για σκο­τει­νά και αναπάν­τητα ερωτή­ματα ή μετα­φυ­σικά ψευδοερωτήματα, που πολλές φορές εκ των πρα­­γμά­των προ­κύπτουν, εισ­ά­γουν απαντή­σεις που βασί­ζονται σε θρησκευτική πίστη σύμ­­φω­να με τις αντιλήψεις και τις αρέ­­­­­σκειές των είτε επει­δή δεν διαθέτουν τις γνώ­σεις για να τα εξη­γήσουν και να τα καταλάβουν είτε επειδή είναι εξώλογα ή εξω­κο­σμι­κά. Δη­μι­ουργούν δηλαδή ένα μί­­γ­­μα επιστη­μο­­νικών γνώσεων, φιλο­σο­φι­κών τάσεων, κο­σμο­­θε­ω­ριών και αρεστών θρη­σκευ­­­τι­­κών πί­στε­ων, δοξασιών και αντιλή­ψε­ων. Δέ­χον­ται όμως τη λο­γική, τη δύ­­να­μη της κρι­­τικής και της φι­λο­σοφίας και την επιστη­μονι­κή γνώση. Έτσι είναι πάντοτε έτοι­μοι και πρόθυμοι να αλλάξουν ή να τροποποιήσουν τα πιστεύω τους, οσά­κις θεω­ρήσουν αυτό αναγ­­καίο.

Τώρα ας επανέλθομε στον σκεπτικισμό. Σκεπτικιστής μπορεί να εί­ναι ο οι­οσ­δή­πο­τε ανεξαρτήτως εθνικότητας, τάξεως, πολιτισμού κλπ.. Μπο­ρεί να είναι: Πλού­σιος ή φτω­χός, αριστερός ή δεξιός ή κάθε πολιτικής απο­χρώσεως, ηθικός ή αν­ήθικος, μορφωμέ­νος ή αμόρφωτος κλπ. Αν και μπο­ρούμε να πούμε ότι όλοι κάποια φορά στη ζωή τους ήταν έστω επί ολίγον σκεπτικιστές αυτό δεν αρκεί για να τους συμπερι­λά­βομε στο σκε­πτι­κιστικό ρεύμα. Ο καθαρά σκεπτικιστής είναι αυτός που σκέπτεται και κρίνει συνε­χώς, δια­­τυπώνει συμπεράσματα και στο τέλος καταλήγει σε ένα από τα τρία στάδια που ανα­φέ­ραμε προηγουμένως. Ας εξετάσομε λοιπόν τώρα την πρώ­τη από τις τελικές κατηγο­ρί­ες του σκεπτι­κι­σμού, δηλαδή τον θεϊσμό. Θεϊσ­τής είναι αυ­τός που πιστεύει σε κάποια απρο­σδιό­ριστη ανωτέρα, συνή­θως δημιουργό, δύναμη που την αποκαλεί Θεό, ή σε κά­ποιο αόριστο και απροσδιόριστο Θεό, συνή­θως δημι­ουργό, που τον αποκαλεί ανωτέρα δύ­­να­­μη. Έτσι πολλές φορές μπερδεύει αυ­τούς τους όρους και δεν καταλα­βαί­νομε γιατί χρειάζεται ή θέλει να δια­τηρεί και τους δύο. Αν και δεν έχει απολύτως καμιά εμπειρία αυ­τού του Θεού, δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτόν και οι ορισμοί που του δίνει είναι αυθαίρετοι, εν τούτοις τον δέχεται αξιω­ματικά. Έτσι βρί­σκει κάποιο τελεολογικό νόημα στον κόσμο, βοηθείται ψυχολογικά, επαναπαύεται στην κοσμοθεωρία του, σε κάτι άπιαστο, άνευ εμ­πει­ρί­ας που το αποκα­λεί «ανώτερο», και δίνει απαν­τή­σεις της αρεσκείας του σε γε­νικά και με­ταφυσικά ερωτή­ματα, αλλά και σε θεμιτά ερωτήματα που θέτει χωρίς να μπο­ρεί να τα απαν­τή­­σει ακόμα επι­στη­μο­νικώς. Υπάρχει και μικρός χώρος αιρέσεων στον θεϊ­σμό. Π.χ. ένας θεϊστής μπορεί να πιστεύει ότι ο Θεός του επεμβαίνει στις υποθέσεις και των ανθρώ­πων και του σύμ­παντος, ενώ άλλος πιστεύει ότι δεν επεμβαίνει (δεϊσμός, δεϊστής). Μέχρις εκεί φτά­νει το θρη­σκευ­­τικό του δόγμα και η θρη­σκευτική του πίστη. Έτσι η θεολογία του είναι πολύ περιο­ρισ­μέ­νη και δεν ανήκει σε καμιά οργα­νω­μένη θρη­σκεία. Δηλαδή μέ­σα στην άγνοιά του, πραγ­ματική ή φαντα­στική, εισάγει μια έννοια που τον βοηθάει μεν ψυ­­χολο­γικά, χωρίς όμως να μπορεί να την ορίσει ούτε και να την θεωρήσει ως αρ­χική έν­νοια, διότι δεν γνω­­ρί­ζει τίποτα γι’ αυτή βάσει των αρχικών γνώσεων και εν­τυ­πώ­σε­ων που δη­μι­ουρ­γεί η εμ­πειρία. Είναι ως εκ τούτου ψευδοέν­νοια. Κάνει λοιπόν ένα υπερ­βα­τι­κό άλμα και έτσι θε­ω­ρεί θεμιτό και με νόη­μα το να μι­λάει για «θεό» και να πιστεύει σ’ αυ­τόν.

Πολ­λές φορές μά­λιστα τον μπερ­δεύει με την φύση. Ισχυρίζεται δη­λα­δή: Θεός = φύ­ση, φύση = θεός. Έχει, μας λέει, εμπειρία του θεού όταν αγ­ναν­τεύ­ει ένα ω­ραίο ηλιο­βασίλεμα ή σε διάφορες άλλες φυσιολατρικές ή ερωτικές εμπειρίες. Τώρα γιατί αυτό το μπέρ­δεμα όλων αυ­τών των εννοιών και εμπειριών τον ικανοποιεί αντί να τις ξε­χω­ρίσει και να τις βάλλει στις θέσεις που ανήκουν φαίνεται να οφείλεται στην ιδιο­συ­στα­σία του αφ’ ενός και στην όλη του επίκτητη ανάπτυξη και παι­δεία αφ’ ετέρου. Ακούμε και άλ­λους τραβηγμένους συλ­λογισμούς. Π.χ. Εφ’ όσον υπάρ­χω εγώ, τότε υπάρχει και θεός. Αφού υπάρχει κόσμος, φύση, σύμπαν, πρέπει να υπάρχει και θεός. Αυτοί οι συλ­λο­γισμοί μας θυμίζουν τον αρ­χαίο: «Ει εισί βωμοί, εισί καί θεοί». Σαν να λέμε, κατά το γνωστό λαϊκό, ότι, «επειδή υπάρ­­­χει ο φάντες, υπάρ­χει και το ρετσι­νόλαδο».

Τα εξώλογα και υπερ­­­βατικά άλ­ματα αυ­τών των συλλογισμών είναι τό­σο με­γά­λα και τόσο εμφανή, που δεν θα τα σχολιάσομε. Χα­ρίζομε αυτούς τους συλ­λο­γι­σ­μούς σ’ αυτούς που δεν τα βλέ­πουν. Όταν, λόγου χάρη, ο χημικός ισχυ­ρί­ζε­ται ότι, όταν ενώ­σει δύο άτο­μα υδρογό­νου και ένα άτομο οξυγόνου φτιάχνει ένα μό­ριο νε­ρού, αυτό δεν το έβγαλε από την φαν­τασία του. Δεν είπε εκ προ­οι­μίου ότι, αφού υπάρχει υδρογόνο και οξυγόνο τότε πρέπει να υ­πάρ­­χει και νερό. Αλλά, πρώτον, γνώ­ριζε καλά όλες τις έννοιες που χρησιμοποιεί σ’ αυτή τη δια­τύπωση και δεύ­τερον, αυ­τό το διατύ­πωσε ως συμπέρασμα αποτε­λεσμάτων μιας ικα­­νοποιη­τικής σειράς πειρα­μάτων. Έτσι κα­τά του θεϊσμού έχομε τις εξής αντιρ­ρή­­­σεις: 1) Τί μας χρησιμεύει το να πιστεύομε σε κάτι για το οποίο δεν γνω­ρί­ζομε απολύ­τως τί­πο­­τα και ούτε εμπει­ρι­κά μπορού­με να το προσδι­ο­ρί­ζομε αλλά το θέσαμε αξιωμα­τικά; 2) Αν δεν γνω­ρί­ζομε κάτι, τό­τε γιατί πρέπει να προ­χω­ρήσομε σε πίστη και να μην πα­ρα­μείνομε στο «δεν γνωρί­ζο­­με»; Τί χάνομε ή τί κερδίζομε; 3) Ό,τι εισά­γομε αξιωμα­τι­κά πρέ­πει καλά και σώνει να το πιστεύομε με θρησκευ­τική πίστη επει­δή απλούστατα δεν το γνω­­ρίζο­με; Αξιωματικά μπο­ρούμε να εισάγομε άπειρα πράγματα και ψευ­δο­έν­νοιες ανενόχλητα αφού δεν κιν­δυνεύομε να γελοιο­ποιηθούμε. Επομέ­νως τί είναι αυ­τό που κάνο­με ή τί πε­τυ­χαίνομε; Είναι το πιο εύκολο πρά­γμα το να βρίσκομε απάν­τηση σε κάτι που δεν ξέ­ρομε με το να εισ­ά­γομε αξιωματικά μια νέα αόριστη έν­νοια ως φταί­χτη. Μπο­ρούμε κάλλι­στα να δικαι­ολογή­σομε ή να αιτιολογήσομε τα πάν­τα με διάφορα ψευτο­όντα από το κοσμικό διάστημα. Αυτά τα ψευτοόντα προκαλούν τα πάν­τα, αλ­λά εμείς δεν τα γνωρίζομε, δεν τα βλέ­πομε, δεν τα ακούμε, δεν τα οσ­φραινόμα­στε, δεν τα αγ­γί­ζομε και όλα τα «δεν...». Σε όλα τα πράγματα μπο­ρούμε να δώ­σομε τέ­τοιου τύπου αβα­σάνιστες εξηγήσεις και άντε τώρα εσύ, αν μπο­ρείς..., από­δειξε ότι δεν ισχύουν.

Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσομε την θρησκευτική από την επιστημο­νι­κή πίστη, διό­τι οι θρήσκοι πάντα προβάλλουν το επιχείρημα ότι και η επι­στή­μη βασίζεται στην πίστη. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες αλλά δυστυ­χώς και στις δύο η γλώσσα μας χρησιμοποιεί τη λέξη «πίστη» και έτσι έχει γίνει το μπέρδεμα. Με το μπέρδεμα αυτό οι θρήσκοι βρίσκουν ένα ψευ­το­επι­χεί­ρημα για να δι­και­ο­λογούν τη δογματική πίστη τους δήθεν και επι­στη­μονι­κώς ή δήθεν να εισάγουν τη δογματική πίστη στην επιστήμη. Η θρη­σκευτική πίστη δεν δέχεται κριτική. Δεν εξετάζεται στο εργα­στή­ριο ή στο ιατρείο, ού­τε υπολογίζεται μαθη­ματικώς, ούτε παρατη­ρεί­ται, ούτε αναι­ρεί­ται, ούτε επιβεβαιώ­νε­ται, ούτε αλλάζει. Κανείς δεν προσπα­θεί να απο­δεί­ξει ότι ισχύει ή δεν ισχύει και αν προ­σπα­θήσει, δεν υπάρχουν ούτε κανόνες εξέ­τασης, ού­τε κριτήρια για να την πιστοποίηση της αληθείας της ή του ψεύ­δους της. Αν κανείς στοιχηματίσει οτιδήποτε, ακόμα και το κε­­­φά­λι του, για την αλήθεια ή το ψεύδος ενός θρησκευ­τι­κού δόγματος μπορεί να το κά­νει ά­φοβα γιατί αυτό το στοίχημα δεν πρό­κει­ται να λυθεί ποτέ. «Πρέ­πει να πε­ρι­μένει άπειρο χρόνο και τρέχα γύρευε...!». Δεν φαντάζομαι όμως κανέναν που θα στοιχη­μάτιζε με νη­φαλιότητα όχι το κεφάλι, αλλά έστω όλη την πε­ριου­σία του για την ορθότητα του με­­τεω­ρολογικού δελτίου της αυρι­ανής ημέ­ρας. Όταν έλθει και περάσει η αυριανή ημέρα το στοίχημα αυτό θα έχει λυ­θεί και τότε αλ­ίμονό του αν το έχει χάσει. Θα βρεθεί στον δρό­­μο απέν­ταρος. Δεν αξί­ζει μια τέτοια ριψοκίν­δυνη κίνηση για ένα τέτοιο ζήτημα. Αν ισχυ­ρι­στώ σήμερα πως πι­στεύω ότι αύ­ριο θα βρέξει, αυτή η πίστη δεν είναι της αυτής τά­ξε­ως και επι­πέ­δου με την πίστη του Χριστιανού στο δόγμα της αγίας τριάδος. Η πρώτη υπόκειται σε κρι­τική, αν η πρόβλεψη έγι­νε ορθώς και με τα σωστά μέσα, κάτω από τις κα­τάλληλες συνθήκες, τί πι­θανότητα έχει για να επαληθευτεί και τελικά εντός ε­νός ορισμένου χρονικού διαστήματος θα έχομε την απάντηση περί της ορθό­τη­τας ή μη ορ­­θότητάς της. Η επιστη­μο­νική πίστη είναι ουσιαστικά πιθανο­λο­γι­κή πρόβλε­ψη βάσει ορισμέ­νων δεδομένων και κριτηρίων. Ορθόν θα ήταν λοιπόν ο όρος «πίστη» να αντικα­τα­σ­τα­θεί με τον όρο «πιθανολογία» ή «πιθανοφά­νεια» κλπ. Η θρησκευτική πί­σ­τη στο δόγ­μα της αγίας τριάδος όμως δεν υπόκειται σε κα­μιά κριτική. Ή τη δέχεσαι ως έχει, ή όχι. Ό,τι και να στοιχηματίσεις, δεν πρόκειται ού­τε να χάσεις ούτε να κερδίσεις. Στοι­χη­μά­τι­σε άφοβα τον κόσμο ολόκληρο! Δεν υπάρ­χουν τρό­ποι να λυθεί αυτό το στοί­χημα όσο και αν περιμένεις. (Εκτός και κατεβεί ο ίδιος ο Θεός και μας το απο­κα­λύ­ψει!). Όταν πιστεύ­εις θρησκευτικώς σ’ αυτό το δόγμα ή σε οποιο­δήποτε άλλο δόγ­μα, δεν έχει νόημα να ισχυ­ριστείς ότι το δό­­­γμα της πί­στεώς σου ισχύει με πιθανότητα 60%, αλλά με 40% μπο­­ρεί να μην ισχύει. Και αν το ισχυ­ρι­στείς (κακώς βέβαια, διότι αυτό θα ήταν μια επι­στη­μονική πιθανο­φάνεια και όχι πίστη) δεν έχεις, ούτε μπορείς ποτέ να έχεις, καμιά αι­τιο­λό­γη­ση αυτών των πιθανο­τήτων. Έτσι σου ήρθαν και τις πέ­ταξες στα κουτουρού χωρίς να μπο­­ρείς να τις δικαιολογήσεις. Εν κα­τα­κλεί­δι, η θρη­σ­κευτική πίστη δεν είναι επιστη­μο­νι­κή και τανάπαλιν. Εί­ναι δύο εν­τε­λώς δια­φο­­ρετικές έν­νοιες που κακώς συγχέ­ον­ται, λόγω των κενών και παγίδων που οι γλώσσες δη­μι­ουργούν, π.χ. χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέ­ξεις για ξένα μεταξύ τους πράγματα. Αυτά τα ολισθήματα συνωμο­τι­κώς χρησιμο­ποιούν­ται από τους διαφόρους θρήσκους προ­πα­γανδιστές για να καλύψουν την αν­επάρ­κειά τους. Πρέπει λοιπόν η κοινωνία να μάθει να ακριβο­λογεί και όχι να τουρ­λου­­­το­λο­γεί. Αλλά πότε;...

Συνεχίζομε με τον αγνωστικισμό. Ο αγνωστικιστής συζητάει και εξετάζει, κα­­θώς νομίζει ή φαντάζεται με λογικό και νοηματικό τρόπο, όλα τα ερωτήματα περί θεού, αλ­­­λά όπως ο ίδιος παραδέχεται δεν είναι σε θέση να γνω­ρίζει τις απαντή­σεις τους. Ως γνω­στόν, ο όρος «αγνωστικισμός» παράγεται από το στερητικό «α» και «γνώσις». Τον όρο επινόησε πρώτος ο Sir Thomas Huxley το έτος 1869, για να χτυπήσει τον «Γνωστι­κι­σμό», που έτυχε τότε να τον μελετά και να αηδιάσει με τις ανοησίες του. Μετά όμως η λέ­­ξη διεφθά­ρη από επιτηδείους και έτσι σήμερα χρησι­μο­ποι­είται στα θέματα που ανα­πτύσσομε εδώ. Όπως εύκολα καταλαβαί­νομε, οι συζη­τήσεις αυ­τού του τύπου με αγνω­στικιστές είναι πο­λύ βραχείες. Π.χ. όταν τον ρωτάς αν υπάρχει Θεός, σου απαντάει αμέσως «δεν γνωρίζω». Όταν όμως τον ρω­τήσεις αν υπάρχει π.χ. «Ψεός­», τότε δικαίω τω λόγω σε αντε­ρω­τά αμέ­σως πριν καν σκεφτεί «τί είναι πά­λι αυτός;». Γιατί δεν έκανε το ίδιο και στην προη­γού­με­νη ερώτηση; Διότι νομίζει ότι η έννοια «θεός» για την οποία τον ρωτάς είναι καλά γνω­στή σ’ αυτόν όπως και σε όλους. Έχει συν­ηθίσει από μικρός να την ακούει ανε­νόχλητα απ’ όλους και έτσι την παίρνει σαν δεδομένη. Βλέπομε εδώ τον ρό­λο της ψυ­χολογίας και της πλύ­σεως εγκεφάλου. Πάντως εκ των πραγμάτων, ο αγνω­στικι­στής δεν μπο­ρεί να ανή­κει σε καμιά θρησκεία και είναι άπιστος. Οι αντιρρήσεις μας εναν­­­τίον των αγνωστι­κιστών είναι οι εξής: 1) Μπορούμε να δημιουρ­γούμε συνε­χώς ερω­τήματα άνευ απαν­τήσε­ων. Οπότε τί κερδίζομε; 2) Έχουν την ψευδαί­σθηση ότι είναι θε­μιτό το να εξε­τά­ζουν και να συζητάνε, με λογική όπως φαν­τάζονται, ψευδοέν­νοιες, όπως αυτή του θε­ού, τις οποίες επί πλέον θεω­ρούν και ως έννοιες με νόημα και περιε­χό­μενο, ενώ πα­ρα­δέ­χον­ται πως δεν έχουν καμιά εμπειρική γνώση γι’ αυτές και ούτε μπο­ρούν να απαν­­τήσουν κάτι γι’ αυτές. 3) Δεν βλέπουν όμως ότι, εκτός του ότι δεν γνωρίζουν τις απαν­τή­σεις, όσο και να ψάχνουν απαντήσεις δεν πρόκειται να βρούνε, όπως ακριβώς δεν βλέ­πουν ότι οι έν­νοιες τις οποίες συζητούν και εξε­τά­ζουν είναι ψευδο­έννοιες. Εί­ναι και αυτό ένας πα­ρα­πάνω λόγος που καθι­στά τα ερωτή­ματά τους ψευδο­ερω­τήμα­τα.

Τέλος ερχόμαστε στον αθεϊσμό. Ένας κοινώς παραδεκτός ορισμός του αθεϊ­σ­μού είναι η παραδοχή του ότι δεν υπάρχει καμία πειστική, επιστημονική ή εκ των πραγμάτων βάσιμη ένδειξη για την ύπαρξη θεού, θεών ή υπερφυσικών οντοτή­των. Στον εικοστό αιώνα όμως, με τις μνημειώδεις εργασίες αρχικά του Bertrand Russell και ύστερα αλλά πολύ πιο σημαντικά του Ludwig Wittgenstein στην Αναλυ­τική Φι­λοσοφία και τη Γλωσ­σανάλυση, ο ορισμός του αθεϊσμού έλαβε τη μορφή στάσης που λαμβάνει ο λογικός άν­θρωπος έναντι των εννοιών και της αναλύσεως αυτών. Η έν­νοια του «θεού» και όλες οι έννοιες που παράγονται από αυτήν είναι ψευδοέννοιες και ως εκ τούτου κάθε συζήτηση περί αυτών είναι στερημένη νοήματος και δεν οδη­γεί σε κανένα συμπέρασμα. Άρα έχομε να κάνομε με ανόητη συζήτηση. Οι έννοιες που ήλθαν σαν κομήτες εκτός των λογι­κών μας συστημάτων είναι ακριβώς οι ψευδο­έννοιες και δεν νοείται να καταπιανόμαστε με αυτές χρησιμοποιώντας τα λογικά μας συστήματα, εφ’ όσον δεν τις εγκλείουν, και από πάνω να ελπίζομε ότι θα συνάγομε και συμπεράσματα. Π.χ. είναι αδύνατον να διαλύσεις, για να καταλάβεις πως λειτουρ­γεί, μια σύγχρονη μηχανή εις τα εξ ών συνετέ­θει, χωρίς βεβαίως να την καταστρέ­ψεις, με τα εργαλεία της παλαιολιθικής εποχής. Ο συγ­γραφέας αυτού του δοκιμίου ασπάζεται αυτό τον νέο ορισμό του αθεϊσμού, ως την ανωτέρω στάση που προσφέρει η Γλωσσανάλυση, και ισχυρίζεται ότι αυτή η προσέγγιση προς τον αθεϊσμό είναι η μόνη άτρωτη. Ο προηγούμενος ορισμός, που αποδέχονται πολ­λοί οι οποίοι δεν γνωρί­ζουν τις προόδους της αναλυτικής φιλοσοφίας, έχει το πρόβλημα ότι εκ των προ­τέ­ρων θεωρεί την έννοια του «θεού» κλπ, έστω και με υπονοούμενο τρό­πο, ως θεμιτή και πλήρη σημασίας, αλλά επειδή δεν έχομε επιστημονική ή εμπειρική ένδειξη περί αυτής, γι’ αυτό και μεις δεν την λαμβάνομε υπ’ όψη. Δηλαδή αφήνει να εννοηθεί πως στο μέλλον δεν αποκλείεται να αποκτήσομε τέτοια ένδειξη και τότε τα ξα­νασυ­ζη­τάμε. Είναι δηλαδή ένας ορισμός που θυμίζει και μπρερδεύεται με τον αγνωστι­κι­σ­μό. Ο Wittgenstein όμως έκανε το μνημειώδες βήμα εμπρός με το να αποδείξει, εν­τός των πλαι­σίων και των λογικών συστημάτων της γλώσσας, ότι οι έν­νοιες που ανα­φέ­ραμε είναι ψευδοέννοιες και συνεπώς είναι ανόητον να τις συζη­τάμε, καθώς και ότι είναι χί­μαιρα το να ελπίζομε ότι θα βγάλομε συμπεράσματα περί αυτών είτε τώρα είτε στο μέλλον. Γι’ αυτό και η αναζήτηση επιστημονικής ή εμ­πειρικής ένδειξης είναι καταδι­κα­σμένη εκ προ­οι­μίου και τώρα και στο μέλλον. Δεν υπάρχει ελπίδα όταν ελ­πί­ζεις σε ψευδο­έννοιες.

Εν πάση περιπτώσει, ο αθεϊσμός είναι το έσχατο στάδιο του (θρησκευ­τι­κού) σκεπτικι­σμού το ο­ποί­­ο αποτελεί την εκ θεμελίων άρνηση του θεϊσμού και κατά συν­έπειαν και του αγνω­στι­κισμού και κάθε θρησκευτικής πίστης. Η λέξη συντί­θεται από το στερητικό ή αρνη­τι­κό «α» και «θεϊσμός». Είναι δηλαδή ο «μη θεϊ­σμός» ή η απε­λευ­θέ­ρωση από κάθε θεϊσμό. Το ρήμα «πιστεύω» (δια του θρη­σκευ­τικού τρόπου) δεν βρίσκει θέση στον αθεϊσμό. Ο αθε­­ϊστής ούτε πιστεύει ούτε δεν πι­στεύ­ει. Θέλει να γνωρί­ζει. Για τα θεμιτά ερωτήματα των οποίων τις απαντήσεις δεν γνωρίζει στα­μα­­τά με το «δεν ξέρω». Δεν λέει: «Aφού δεν ξέ­ρω, τότε πιστεύω ή μου αρέσει να πι­στεύω ότι …». Το ρήμα «πι­στεύω» κατά την επι­στη­μονική πίστη αντι­κα­θίστα­ται ακρι­βέ­σ­τε­ρον από το «νομί­ζω», «θεωρώ πιο πιθανόν» κλπ. και έχει έναν, αν όχι πλή­ρη του­λάχι­στο ικα­νό, αριθμό αιτιο­λο­­γιών. Για τον αθεϊστή η έν­νοια του θεού (όπως και πολ­λές άλλες συναφείς έννοιες) εί­ναι έννοια πλαστή ή ψευδοέν­νοια και όλα τα σχετικά ερω­τή­ματα είναι ψευδο­ερω­τήματα. Κάθε συζή­τηση γύρω απ’ αυτά είναι μά­ταια, άνευ εν­νοίας και περιεχομέ­νου και δεν μπο­ρεί να γίνει βάσει κανόνων λογικής ή εμπειρίας. Επομένως η συζήτηση αυτή είναι άνευ νο­ήματος, δηλαδή ανόητη. Αυτό συμβαί­νει για τους εξής λό­γους: 1) Δεν γνω­ρίζομε κα­θό­­λου τί είναι αυτό για το οποίο μιλάμε, ούτε σαν έννοια που έχει ορισθεί, ούτε σαν αρ­χι­κή έννοια αφού δεν υπάρχει καμιά συ­νυ­φα­σμένη εμπειρία. Οπότε τότε, τί να πούμε;... Μιλάμε χωρίς βά­ση, δηλαδή στο κενό. 2) Οποια­­­­δή­ποτε απάν­τηση και να υποθέσομε ή να φαντα­σ­τού­με πως δώ­­σαμε σε κά­ποιο από τα συναφή ερωτήματα, δεν υπάρχει κανέ­νας τρόπος και κανένα κριτή­ριο για να δια­πι­στώσομε την αλή­θεια ή το ψεύδος της απαν­τή­σεώς μας. Αν για κα­νέ­­ναν υπάρχει τέ­τοι­ος τρόπος ή κριτήριο, τότε να τα ανακοι­νώσει δι­ε­θ­νώς για να τα μά­θουν και οι υπό­λοι­­ποι…! Μιλά­με δη­λαδή «στον βρόν­το». Η λύση σε ό­λα αυτά τα ερωτή­μα­τα είναι απλού­­στα­τα η κατάργησή τους. Τί να πεις γι’ αυτά έστω και με σχε­τική βεβαι­ό­τη­τα...; Μό­­νον αυτό που λέει ο Σοφοκλής στον Οιδί­πο­δα (αν και σε δια­­φορετικό θέμα και για δια­­φο­ρε­­τι­κόν λόγο, πλην όμως και εδώ ταιριάζει τέλεια):

«Αλλά ταύτ’ ότω παρ’ ουδέν έστι ράστα τόν βίον φέρει.»! (Αλλά αυ­τά σε όποιον δεν έχουν καμιά ση­μασία, αυτός περνά ευκολότατα τη ζωή.)!

 

Πολλές φορές, διάφοροι που πιστεύουν σε θεό με το ένα ή τον άλλο τρόπο προ­καλούν τους αθέους να τους αποδείξουν ότι δεν υπάρχει θεός. Δεν καταλαβαίνουν ή εθε­λο­τυ­φλούν στο να δουν ότι, εφόσον αυτοί ευθύς εξαρχής εισάγουν την έννοια θεός και την πι­στεύ­­ουν ακράδαντα, τότε η αγγαρεία της απόδειξης του ότι «υπάρχει θεός» εναπό­κει­ται σ’ αυ­τούς και όχι στους αθεϊστές να αποδείξουν το αντίθετο. Είναι επιεικώς γε­λοίο, όταν κά­­ποιος εφευρίσκει διάφορες άγνωστες έννοιες ή λέξεις και μετά να έχει την αξίωση οι άλλοι να του αποδεικνύουν ότι υπάρχουν ή δεν υπάρ­χουν...!

Έχομε ακούσει και άλλα ψευτοεπιχειρήματα κατά των αθεϊστών. Εδώ ας ανα­φέ­ρομε δύο που ακούμε πολύ συχνά. 1) Ακούμε από πολλούς να προβάλλουν ως αναντίρ­ρητη αλήθεια τον ισχυρισμό: «Άθε­οι δεν υπάρχουν, πάει και τελείωσε!». Απαντάμε λοι­πόν: «Ρωτήσατε όλους τους αν­θρώπους του πλανήτη και δεν βρήκατε ούτε έ­ναν άθεο ανά­με­σά τους ή η έν­νοια «άθεος» είναι λογική αδυνατότητα;». Και στις δύο εκδοχές δεν μπορούν να απαν­τήσουν ειλικρινώς. Όταν πάλι τους πούμε: «Mα εμείς π.χ., είμαστε άθε­οι!», αυτοί ισχυρί­ζονται επιτακτικά: «Όχι δεν είστε!». Γνωρίζουν ετσιθελικά δηλαδή τους εαυτούς μας καλλίτερα από εμάς τους ιδίους!… Για να τους βοηθήσομε να σκε­φτούν τους παρέχομε και ένα απλό παρά­δει­γμα λο­γικής αδυ­νατότη­τας. «Ο κόκορας γεννάει αυγά!». Αυτό είναι λογική αδυνατό­τητα, δι­ό­τι αλλιώς, εξ ορι­σμού, ο κόκορας θα ήταν κότα. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει με την έν­νοια «άθεος». 2) Ακούμε το εξής παράξενο: «Η ρήση ‘δεν πιστεύω σε καμιά θρησκεία’ είναι αφ’ εαυτής θρη­σκεία!». «Κατ’ αυτόν τον τρόπο και οι άθε­οι σε θρη­σ­κεία πιστεύουν!». Δεν υπάρχει πιο παράδοξο και αντιφατικό ψευτοεπι­χεί­ρημα. Αν θε­ωρηθεί θρησκεία αυτό που καταργεί τις θρη­σκεί­ες τότε καταργείται η λογική δι­α­κ­ρι­ση ανάμεσα στο «καταστρέφω» και στο «είμαι ακέ­ραι­ος». Ακόμα η ρήση «δεν πι­σ­τεύω σε καμιά θρησκεία» δεν αποτελεί θρη­­σκεία βά­σει του εξής απλού λογικού συλ­λογισμού. Αν υποθέσομε προ­σω­ρινώς ότι είναι θρη­σκεία (δική μας όπως μας προ­σ­ά­πτουν) όπως όλες οι θρη­σκείες που δεν πιστεύ­ου­με, τότε θα οδηγη­θού­με σε αν­τί­φα­ση ως εξής. Χάριν ευκολίας ας ονο­μά­σομε αυτήν τη ρήση Θ. Εφ’ όσον η Θ είναι θρησκεία μας, βά­σει της προσωρινής υπόθεσης, έχομε ότι η Θείναι θρη­σκεία που δεν ανήκει στο σύνολο των θρησκειών τις οποίες απορ­ρίψαμε, αφού με την αρ­χική μας ρή­ση δηλώσαμε καθαρά ότι δεν τις πι­στεύ­ου­με. Πρόκειται λοιπόν για μια έν­νοια θρη­σκεί­ας που ανήκει σε διαφο­ρε­τικό εννοιολογικό σύνο­λο (ή επίπεδο), αφού αυ­τήν τη δε­χόμαστε ενώ τις άλ­λες τις έχομε ήδη απορρίψει. Επομένως πρό­κειται για εντε­λώς άλ­λη έν­νοια και συνεπώς έχομε το απλού­στατο συμπέρασμα: Θ¹ θρησκεία. Αυτό αντι­φά­σκει με την προσωρινή μας υπόθεση. Άρα η προσωρινή μας υπόθεση δεν ισχύει που ση­μαίνει ακρι­βώς ότι η αρχική μας ρήση (Θ) δεν αποτελεί θρησκεία.

Πολλοί συγχέουν τον αθεϊσμό με την πίστη πολλών ότι δεν υπάρχει θεός. Αυ­τό εί­ναι μεγάλο λάθος. Αυτή η πίστη αποτελεί τον αντιθεϊσμό. Οι οπα­δοί της μπο­ρούν κάλ­λιστα να ονομαστούν αντιθεϊστές. Αυτοί κάνουν το σφάλμα ότι η έννοια θεός είναι ορθή και ξεκαθαρισμένη και είναι σίγουροι πως δεν υπάρχει όπως «δεν υπάρχει τυρί στο ψυ­γείο...» ή «όπως δεν υπάρχουν μαύρες αρκού­δες στον νότιο πό­λο». Έπειτα, μεταπί­πτουν σε θρη­σκευτική πί­στη, αφού αυ­τή η πίστη τους δεν δέχεται καμιά κριτική ή λογική εξέ­ταση, είναι αυθαί­ρε­τη και δεν υπάρχουν κριτήρια επαλη­θευ­σιμό­τητας ή απόρρι­ψής της και αφού βασίζεται σε ψευδοέννοια. Έτσι προ­σπα­θούν να χτυπούν μια θρησκευ­τική πί­στη με το να χρησι­μο­ποιούν μια άλλη. Στον αθε­ϊ­σμό το κρίσιμο σημείο είναι η ανα­γνώ­ρι­­ση των σχετικών ψευδοεννοιών και ψευ­δοε­ρωτημάτων, ώστε απλούστατα να τις / τα απορρίψομε και αγνοήσομε για τους λό­γους που αναφέραμε παραπάνω.

Οι διάφοροι θρήσκοι που συγχέουν τον αντι­θεϊσμό με τον αθεϊσμό, είτε από άγνοια, είτε επίτηδες, επιτίθενται κατά του κακού τους δαίμονα του αθεϊ­σμού, διατει­νό­μενοι ότι και ο αθεϊ­σμός βα­σίζεται σε πίστη και μάλιστα θρη­σκευ­τική σαν την δική τους. Αυτό εί­ναι μέγα σφάλμα διότι όπως είδαμε και αναπτύξαμε, ο αθεϊ­σμός είναι η εκ θεμελίων άρ­νη­ση κάθε θρησκευ­τι­κής πί­στεως, του θεϊ­σμού που με την σειρά του βα­σίζεται σε κά­ποια θρη­σκευτική πίστη και του αγνωστι­κι­σμού που θεωρεί λογική και θεμιτή την εξέ­τα­ση και τη συζή­τηση ψευ­δοεννοιών και ψευ­δο­ε­ρωτημάτων. Όπως προηγουμένως είπα­με το ρή­μα «πιστεύω» δεν έχει θέση στον αθεϊσμό. Τα διάφορα διαστρεβλωτικά επιχειρή­ματα των θρήσκων, δυ­στυχώς και θεϊστών μερι­κές φορές, έχουν και άλ­λες αιτιολογήσεις. Επει­δή οι ίδιοι είναι πιστοί, πρέπει όλοι, ουδε­νός εξαι­ρου­μέ­νου, να είναι ωσάν και αυ­τοί, πιστοί. Εί­­­ναι ένα σύμ­πλε­γ­μα κατωτερό­τητας που τους ωθεί να κάνουν πραξικοπηματικά ομοίους τους όλους τους άλλους, λόγω της ελλεί­ψεως του θάρρους της γνώμης τους, της διχο­γνω­μίας τους, του ασαφούς, επι­σ­φα­λούς, αν­τιφα­τικό­τη­τας κλπ. της πίστεώς τους, αλλά ακό­μα και λόγω της αδυναμίας τους να ξε­καθαρίσουν τις έννοιες, λόγω της απόρ­ρι­ψης της ψυχολογίας και του επι­σ­τη­μο­νικού διαλογίζεσθαι εκ μέρους τους, καθώς και της αδυ­να­μίας τους να αντισ­τρα­τευτούν ορι­σμένα κατεστημένα και την πλύση εγκεφά­λου που έχουν υποστεί από μω­ρά παιδιά. Έτσι όλα αυτά τους βγαί­νουν σαν ένα inferiority complex που απαιτεί όλοι να είναι σαν κι’ αυτούς...

Η συντριπτική πλειονότητα του κόσμου, ακόμα και αυτών που κρα­τούν δι­π­λώ­μα­τα, δεν έχει ξεκαθαρίσει αυτά τα θέματα και ούτε την απα­σχο­λεί το ξεκα­θά­ρι­σ­μά τους. Βρίσκεται σε ένα τέλ­μα αγνοίας, συγχύσεως, μη πα­ρα­γω­γικής σκέψεως, ελ­λείψεως κρί­σεως, αν­τιφιλοσοφίας, απροθυμίας για μάθηση, θρησκοληπτικής πίστε­ως, υποκρι­σί­ας, βο­­λέματος, πολλών αντιφα­τικών θεωριών και ηθι­κών κλπ. Αυτή η «ηθι­κή» πλειονότητα ως επί το πλεί­στον, αναλώ­νε­ται, εκτός από την εξα­σφάλιση του επι­ούσι­ου, με αλλό­τρια άνευ ουσίας πράγματα. Δυστυχώς αυτόν τον συρμό ζωής, τον προωθεί και τον συν­τη­­ρεί το σημερινό, υπάρχον, καταπιεστικό, αποτυχημένο, παγκό­σμιο, κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Σή­­­­­με­ρα με την μέθοδο της γλωσ­σανάλυσης, όπως την ανέπτυξε και μας την παρέ­δω­σε ο μέ­γας διανοητής φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein, μπορούμε να πετύ­χομε την διαλεύ­καν­­­ση των εννοι­ών και να αποφεύγομε τις παγίδες που στή­νει συνεχώς η γλώσσα. Αρ­κεί μό­νο να το επιθυ­μούμε. Δυστυ­χώς όμως οι διάδοχοι του Wittgenstein, εκτός ολίγων εξαι­­­­ρέσεων (π. χ. ο φιλόσοφος Κωστής Μ. Κωβαίος) αντί να συγ­κεντρω­θούν στο να θέ­σουν σε εφαρ­μο­γή αυτή τη μέθοδο για την κα­λυ­τέ­ρευση της κοινωνίας και την πνευμα­τι­κή ανά­ταση των ατόμων, αναλώνονται ακό­μα και σήμερα στο να αναμα­σούν αυτά που είπε ο μεγά­λος διανοητής. Όσοι όμως έχουν την έφεση να σκέ­πτονται για να απο­φασί­ζουν σο­βαρά περί της στάσεώς των εφ’ όλων αυ­τών των σοβα­ρο­τάτων ζητημά­των, της ζω­ής της ίδιας, της κοσμοθεωρίας των, και θε­ω­ρούν καθή­κον τους την κα­­λυτέρευση της κοι­­νωνίας και την πρόοδο του πο­λιτι­σμού, οφείλουν να σκέ­πτονται και να διατυπώ­νουν ξε­­­­κά­θαρα. Οι έννοιες πρέ­πει να είναι απο­σα­φηνισμένες, και οι όροι και οι κανό­νες καθα­ρά και λογικά δια­­τυ­πω­μέ­νοι. Πρέ­πει επί τέ­λους να ξέρομε για τί πράγμα μι­λάμε και με ποιους κανόνες συζητάμε... (Δεν μπορείς να παίζεις σκάκι με έναν που παίζει τάβλι. Ού­τε παίζεις πο­δό­σφαιρο σε κολυμβητήριο.). Επί δε του πα­ρόντος θέ­μα­τος, που αναπτύ­ξα­με εδώ και πολύ συχνά βγαίνει στο προσκή­νιο, ας δια­λέξουν με επί­γνω­ση και ευθύνη με­τα­­­ξύ των ομάδων που παρουσιάσαμε και εξετάσαμε: Θρήσ­κων–θρησκο­λή­πτων, θρη­σκευ­­ο­μέ­­νων, θεϊσ­τών, αγνω­στικι­στών, αντι­θε­ϊστών και τέ­λος αθεϊστών. Με την ευ­χή:

«Επί γής ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία.»


 

O Δόκτωρ Ιωάννης Νεοκλής Φιλάδελφος Μ. Ρούσσος είναι Πανεπιστημιακός Καθηγητής Μαθηματικών Ερευνητής Βιβλικών και Χριστιανικών ζητημάτων Twin Cities (Minneapolis-Saint Paul), Minnesota, USA