Κανόνες στον τρόπο διενέργειας του ηλεκτρονικού εμπορίου στην χώρα μας θέτει το νέο ΠΔ 131/2003, που ήδη βρίσκεται σε ισχύ από τις 16-5-2003.

Το πρόσφατο αυτό νομοθέτημα θεσπίστηκε για να εναρμονίσει την εθνική δικαιϊκή τάξη προς την Οδηγία 2000/31/ΕΚ (που είναι γνωστή και σαν Οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο) αναφορικά με ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου στην εσωτερική αγορά.

H νέα νομοθεσία περιλαμβάνει προβλέψεις για τις συμβάσεις που καταρτίζονται με ηλεκτρονικά μέσα, τη διακίνηση των πληροφοριών μέσω διαδικτύου, τη διαδικασία λήψεως παραγγελίας των υπηρεσιών και την αποθήκευση δεδομένων σε ηλεκτρονική μνήμη, σε συνδυασμό με την ευθύνη των μεσαζόντων. Το ΠΔ δεν τροποποιεί τη μέχρι σήμερα ισχύουσα νομοθεσία, αλλά τη συμπληρώνει.

Το περιεχόμενο της νομοθεσίας διακρίνεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος περιέχονται οι ορισμοί. Έτσι  ικανοποιείται σε μεγάλο βαθμό ένα μεγάλο αίτημα της κοινωνίας της πληροφορίας, που είναι η κοινή και σαφής ορολογία. Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στις αρχές ασκήσεως μιας δραστηριότητας υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, τις παρεχόμενες πληροφορίες, τις εμπορικές επικοινωνίες, τα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα, τις ηλεκτρονικές συμβάσεις, την παραγγελία και την ευθύνη των μεσαζόντων. Στο τρίτο μέρος προβλέπονται τα μέτρα εφαρμογής.

Με το άρθρο 4 καθιερώνεται η υποχρέωση του φορέα παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να παρέχει ορισμένες πληροφορίες, που ουσιαστικά αποτελούν την επαγγελματική του ταυτότητα. Τέτοιες είναι: η επωνυμία του, ο τόπος εγκατάστασής του, τα στοιχεία που επιτρέπουν ταχεία επικοινωνία του αποδέκτη με το φορέα, ο αριθμός του επαγγελματικού του μητρώου, τα στοιχεία της εποπτεύουσας αρχής, ο αριθμός φορολογικού του μητρώου κλπ. Πρόκειται για πληροφορίες που συμβάλλουν στην ύπαρξη διαφάνειας κατά τη διεξαγωγή του ηλεκτρονικού εμπορίου.

Στο άρθρο 5 προβλέπονται οι προϋποθέσεις για την παροχή υπηρεσιών εμπορικής επικοινωνίας στην κοινωνία της πληροφορίας. Το άρθρο 6 προβλέπει τα σχετικά με τις μη ζητηθείσες εμπορικές επικοινωνίες. Έτσι, για την αντιμετώπιση του spamming, η εθνική νομοθεσία, ακολουθώντας την ευρωπαϊκή, υιοθετεί ένα μεικτό σύστημα opt-out, δηλαδή της προηγουμένης αρνητικής βούλησης του χρήστη, σε συνδυασμό με την ύπαρξη μητρώων επιλογών, που οι ενδιαφερόμενοι φορείς παροχής υπηρεσιών πρέπει να συμβουλεύονται τακτικά. Στα μητρώα αυτά μπορούν να εγγράφονται τα φυσικά πρόσωπα που επιλέγουν να μη λαμβάνουν τακτικά τέτοιες εμπορικές επικοινωνίες.

Το άρθρο 8 του ΠΔ επιτρέπει την κατάρτιση συμβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα. Πρόκειται για τη μετάβαση του δικαίου στη νέα εποχή της πληροφορίας: Από τη σύμβαση με έγγραφο τύπο στη σύμβαση που καταρτίζεται στον κυβερνοχώρο και αποδεικνύεται με ηλεκτρονικούς παλμούς.

Άλλο σημαντικό στοιχείο της νέας νομοθεσίας είναι η ευθύνη των μεσαζόντων. Ο μεσάζοντας αποτελεί σημαντική επιχειρηματική μορφή στην κοινωνία της πληροφορίας και συμβάλλει τα μέγιστα στην ανάπτυξη των υπηρεσιών αυτού του τομέα. Η ευρωπαϊκή και η εθνική μας νομοθεσία αναγνωρίζουν τριών ειδών δραστηριότητες μεσαζόντων, που αφορούν στη μετάδοση πληροφοριών: Την Απλή Μετάδοση, την Αποθήκευση σε Κρυφή Μνήμη και τη Φιλοξενία. Στα άρθρα 11-14 προβλέπονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένας μεσάζοντας απαλλάσσεται από την ευθύνη, σε περίπτωση που διαπιστώνεται κάποια παράνομη δραστηριότητα του αποδέκτη υπηρεσιών.

Η νομοθεσία ενθαρρύνει τις επαγγελματικές ενώσεις να καταρτίζουν κώδικες δεοντολογίας. Με τους κώδικες αυτούς ρυθμίζονται οι μεταξύ τους σχέσεις. Περαιτέρω, προβλέπεται ότι ορισμένες διαφορές που προκύπτουν από συναλλαγές του ηλεκτρονικού εμπορίου, εκδικάζονται από τις επιτροπές του άρθρου 11 του Ν. 2251/1994 "περί φιλικού διακανονισμού καταναλωτικών διαφορών’’. Η Οδηγία προβλέπει ότι τα κράτη μέλη κατά την εναρμόνιση του δικαίου τους, μπορούν να προβλέπουν, μέσα στα πλαίσια του εθνικού τους δικαίου, μηχανισμούς εξώδικης επίλυσης των διαφορών με ηλεκτρονικά μέσα.

Τέλος, προβλέπονται τόσο μέσα έννομης προστασίας σε περίπτωση παραβάσεως της νομοθεσίας όσο και κυρώσεις διοικητικού χαρακτήρα με μορφή προστίμων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον αγορανομικό κώδικα.

Όμως, η πραγματοποίηση των εμπορικών συναλλαγών στο διαδίκτυο έχει να κάνει με τη δεοντολογία των εμπλεκομένων. Η νομοθεσία έθεσε το ελάχιστο των κανόνων που πρέπει να τηρούνται. Οι φορείς των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας πρέπει να αντιληφθούν ότι δεν έχουν τόση σημασία οι κυρώσεις που θα επιβληθούν σε περίπτωση παράβασης της νομοθεσίας, αλλά ότι από τις πράξεις τους κρίνεται η αξιοπιστία τους απέναντι στον καταναλωτή κι αυτό έχει συνέπειες, θετικές ή αρνητικές, στην ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου.